Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος
  • Αρχική
  • Η Ένωση
    • Ιστορικό
    • Διοικητικό Συμβούλιο
    • Καταστατικό
  • Επίκαιρα Θέματα
  • Εκδηλώσεις
  • Εφημερίδα
  • Ομιλίες / Εισηγήσεις
  • Νομολογία
  • Επικοινωνία
  • Menu Menu
Νομικά Θέματα

Πρόσφατη Νομολογία

Α.Π. 589/7-3-2008 Μη εξέταση στο ακροατήριο με ποινή σχετικής ακυρότητος της διαδικασίας ως μαρτύρων μεταξύ άλλων και όσων άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. Δεν είναι ανακριτική πράξη η ενεργούμενη από κάποιον απλό αστυφύλακα, ο οποίος δεν είναι προανακριτικός υπάλληλος, σύλληψη και προσαγωγή κάποιου στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού για την ενέργειά του αυτή αυτός δεν προβαίνει στη σύνταξη σχετικής ανακριτικής πράξης προς βεβαίωσή της, η οποία συντάσσεται στη συνέχεια, από το αρμόδιο να προβεί στη σύνταξη αυτής προανακριτικό υπάλληλο

Από τη διάταξη του άρθρου 211α του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι με ποινή ακυρότητας (σχετικής) της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο μεταξύ των άλλων και όσοι άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. Ως ανακριτικά καθήκοντα νοούνται οι ανακριτικές πράξεις που ενεργούνται από ανακριτικό υπάλληλο προς βεβαίωση του εγκλήματος και της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Δεν είναι δε ανακριτική πράξη η ενεργούμενη από κάποιον απλό αστυφύλακα, ο οποίος δεν είναι προανακριτικός υπάλληλος, σύλληψη και προσαγωγή κάποιου στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού για την ενέργειά του αυτή αυτός δεν προβαίνει στη σύνταξη σχετικής ανακριτικής πράξης προς βεβαίωσή της, η οποία συντάσσεται στη συνέχεια, από το αρμόδιο να προβεί στη σύνταξη αυτής προανακριτικό υπάλληλο (ΑΠ 721/2005 Π.Χρ. Ν.Ε. 1013). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά την εμφάνιση στο ακροατήριο για εξέταση του κληθέντος μάρτυρα Αστυφύλακα Γ1, και πριν από την έναρξη της εξέτασής του, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, υπέβαλε τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι “εναντιώνεται στην εξέταση του μάρτυρα για το λόγο ότι έχει ασκήσει κατ’ άρθ. 211 του ΚΠΔ στην υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα, καθόσον αυτός ενέργησε τη σύλληψη του κατηγορουμένου του”. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση ο παραπάνω μάρτυρας αστυφύλακας Γ1, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία ……… έκθεση συλλήψεως που συνέταξε ο Ανθ/μιος ……….. με την παρουσία του Αστ/μου Α’ …….., συνέλαβε μαζί με άλλους αστυνομικούς στις 2-10-2000 τον κατηγορούμενο, καθώς και το συγκατηγορούμενό του Χ2 και τους οδήγησε στο Τμήμα Ασφαλείας Χαλκίδας για παράβαση σχετική με την πράξη, η οποία αποδίδεται σ’αυτόν, χωρίς να προβεί αυτός στην ενέργεια σχετικής ανακριτικής πράξης ή να συμμετάσχει στη σύνταξη έκθεσης, αφού μάλιστα δεν είχε και τέτοιο δικαίωμα. Επομένως αυτός δεν άσκησε ανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και συνεπώς δεν υπάρχει κώλυμα να εξετασθεί αυτός ως μάρτυρας στο Δικαστήριο αυτό”. ΄Ετσι που έκρινε το Εφετείο, και αφού απέρριψε την ένσταση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, προχώρησε στην εξέταση στο ακροατήριο του πιο πάνω μάρτυρα, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 211 α’ του ΚΠΔ. ούτε δημιουργήθηκε σχετική ακυρότητα από τη διάταξη του άρθρου 173 παρ.1 εδ.α’ του ΚΠΔ, και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ και αναφέρονται στην πιο πάνω ανύπαρκτη πλημμέλεια, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμοι………

Α.Π. 552/5-3-2008 Σημαντικό αίτιο για την αναβολή της δίκης αποτελεί και η κατ’ αυτήν (δίκη) αδυναμία από ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του συνηγόρου του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο υπάρχει και όταν ο συνήγορος του κατηγορουμένου αδυνατεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησής του σε άλλη δίκη, ενώπιον άλλου, ανωτέρου δικαστηρίου. Ο κίνδυνος παραγραφής της πράξεως δεν μπορεί να αποτελέσει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης.

Οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβάλλουν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των δικαστικών αποφάσεων, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, επομένως και της παρεμπίπτουσας απόφασης που απορρίπτει το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής του. Κατά την έννοια δε των ως άνω διατάξεων, έλλειψη της επιβαλλόμενης από αυτές αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει όταν στην απόφαση δεν μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο και στήριξε την απορριπτική του αιτήματος της αναβολής κρίση του, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα ως άνω περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κατέληξε στο απορριπτικό πόρισμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 425/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο Ε. Μ. ενεφανίσθη, ως άγγελος του κατηγορουμένου, ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, κατά την έναρξη της δίκης και εξεταζόμενος ως μάρτυρας κατέθεσε τα εξής? “Ο δικηγόρος Ν.Μ., που χειρίζεται το ποινικό μέρος της παρούσας υπόθεσης, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου υπερασπίζεται άλλον πελάτη του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, Εγώ χειρίζομαι το αστικό μέρος και δεν γνωρίζω το ποινικό. Ο κατηγορούμενος είναι ναυτικός και ταξιδεύει, θα βρίσκεται εν πλω μέχρι το τέλος Μαΐου, αλλά επιθυμεί να έρθει στην Ελλάδα για να δικασθεί. Ζητάω για λογαριασμό του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του την αναβολή της δίκης”.

Το Δικαστήριο, εκτιμώντας την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης με την εξής αιτιολογία ότι “…στο αναγνωσθέν από ……. πληρεξούσιο, ο κατηγορούμενος, αναφέροντας ότι αδυνατεί να παραστεί στη δίκη λόγω του ότι βρίσκεται σε ταξίδι με το πλοίο ………., ως πλοίαρχός του, ακολούθως εξουσιοδοτεί, πλην του προαναφερθέντος δικηγόρου Ν.Μ. και τον υποβάλλοντα το αίτημα αναβολής δικηγόρο Ε.Μ. να τον εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει λόγος αναβολής της, δεδομένου και του ότι ως εκ του χρόνου καθ’ όν φέρονται τελεσθείσες οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις (12- 7-2000), υπάρχει ορατός κίνδυνος να υποκύψει το αξιόποινό τους σε παραγραφή”.

Κατά το άρθρο 349 παρ. 1 του ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως. Σημαντικό δε αίτιο για την αναβολή της δίκης, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί και η κατ’ αυτήν (δίκη) αδυναμία από ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του συνηγόρου του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο υπάρχει και όταν ο συνήγορος του κατηγορουμένου αδυνατεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησής του σε άλλη δίκη, ενώπιον άλλου, ανωτέρου δικαστηρίου. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, η αιτιολογία της αποφάσεως, εν όψει του ότι ο αιτησάμενος την αναβολή της δίκης δικηγόρος, Ε. Μ. προέβαλε ότι ο ίδιος χειρίζεται το αστικό μέρος της υπόθεσης και δεν γνωρίζει το ποινικό, το οποίο χειρίζεται ο δικηγόρος Ν.Μ., ο οποίος υπερασπίζεται στο Τριμελές για Κακουργήματα Εφετείο Θεσσαλονίκης άλλον κατηγορούμενο, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ενώ ο κίνδυνος παραγραφής της πράξεως δεν μπορεί να αποτελέσει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός και επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι εφικτή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν δικάσει την υπόθεση, για νέα συζήτηση (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 425,425α/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.491/28-2-2008 Απόλυτη ακυρότητα για τον κατηγορούμενο η μη κλήση του μετά το πέρας της ανάκρισης να λάβει γνώση εγγράφων ασκούντων ουσιώδη επιρροή υποβληθέντων στο συμβούλιο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 § 2 εδ. ε’ του Κ.Π.Δ., αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον Εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 309 ΚΠΔ που εφαρμόζεται αναλόγως για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία που την καθορίζει το ίδιο. Από τη διάταξη αυτή, η οποία, κατά τα άρθρα 316 § 2 και 318 ΚΠΔ, έχει εφαρμογή και όταν τα νέα στοιχεία προσκομίστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και (η οποία) εξασφαλίζει, ως προς τον κατηγορούμενο, την υπεράσπιση αυτού και την άσκηση του δικαιώματός του, όπως λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και επιφέρει τις παρατηρήσεις του, της οποίας, επομένως, η μη τήρηση συνεπάγεται, κατά το άρθρο 171 § 1δ’ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, σαφώς προκύπτει ότι η παράβαση αυτή, δημιουργούσα τον εκ του άρθρου 484 § 1α’ ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο αποφασίσει την παραπομπή του κατηγορουμένου λαμβάνοντας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσεώς του ως άνω υποβληθέντα υπό άλλου διαδίκου κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να καλέσει προηγουμένως τον κατηγορούμενο να λάβει γνώση τούτων και να επιφέρει τις παρατηρήσεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 1815/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για απόπειρα εκβίασης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Τη κρίση του το Συμβούλιο την στήριξε, κατά τα εις το βούλευμα διαλαμβανόμενα: “…..στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και την κυρία ανάκριση που επακολούθησε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθέσεων των εκκαλούντων – πολιτικώς εναγόντων τα επισυναπτόμενα εις τη δικογραφία έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη και αν δεν γίνεται ειδικότερα μνεία αυτών, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και το κοινό απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλαν αυτοί”, καθώς και στην υπ’ αριθμ. 3820/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία, με το από 16-7-2007 υπόμνημα των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “……” που εγχειρίσθηκε αυθημερόν (16-7-2007) στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετά την υποβολή της υπ’ αριθμ. …… έγγραφης πρότασης του Εισαγγελέως Εφετών, υποβλήθηκε το πρώτον στο Συμβούλιο Εφετών, χωρίς από τα στοιχεία της δικογραφίας να προκύπτει, ότι κλήθηκαν οι αναιρεσείοντες ή οι αντίκλητοί τους για να λάβουν γνώση αυτής και του υπομνήματος και να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τους κατηγορουμένους και το βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί, κατά του βάσιμου, εκ του άρθρου 484 § 1α’ ΚΠΔ, πρώτο λόγο των αναιρέσεων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο αυτό Συμβούλιο, που όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Για τους λόγους αυτούς

Αναιρεί το υπ’ αριθμ. 1815/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 471/27-2-2008 Χρηματιστηριακές συναλλαγές. Απάτη κακουργηματική. Απλή συνέργεια σε αυτήν. Η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ.15 ΠΚ και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο ότι έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του.

Κατά το άρθρο 386 § 1 του ΠΚ, “όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 386 § 1 του ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, είτε, χωρίς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ’ του ΠΚ, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 του ΠΚ), το οποίο συγκροτείται, όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ιδίου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 § 1 στοιχ. β’ του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος που παρέχει συνδρομή στον αυτουργό κατά το χρόνο τελέσεως και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως αμέσως προς αυτή συνδεόμενη, κατά τρόπο ώστε, χωρίς αυτή, να αποβαίνει αδύνατη η εκτέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε. Κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΚ όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελλατωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, χωρίς να είναι άμεση, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής και της άμεσης συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος, η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ.15 ΠΚ και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο ότι έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 § 1β, 49 § 2 και 386 §§ 1,3 εδ. α’ του ΠΚ προκύπτει ότι οι επιβαρυντικές περιστάσεις της απάτης (τέλεση κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ.), που της προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα, πρέπει να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού, για να έχει και γι’ αυτόν η πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κακουργηματικό χαρακτήρα, γιατί δεν αρκεί η συνδρομή τους στο πρόσωπο του αυτουργού. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ’ αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δ’ εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ’ άρθρο 484 § 1 στοιχ. β’ του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο, ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκανε κατά ένα μέρος δεκτή κατ’ ουσία την υπ’ αριθμ. 336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και, μεταρρυθμίζοντας κατά ένα μέρος το εκκληθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, απεφάνθη, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ’ αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (Χ1) για κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, δέχθηκε περαιτέρω ότι, από την αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν ως προς την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……… καταστατικού του Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδοπούλου, νομίμως δημοσιευθέντος, συνεστήθη Ανώνυμος εταιρία μεταξύ του αναιρεσείοντος, του εκ των κατηγορουμένων Χ2 και του Γ1, με την επωνυμία «……» και το διακριτικό τίτλο «…..» με σκοπό την ανάπτυξη μελετών οικονομοτεχνικών, αναπτυξιακών, τεχνικών, οργάνωσης περιβαλλοντολογικών, σκοπιμότητας και μηχανοργάνωσης επιχειρήσεων, οργανισμών, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παροχή συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εταιρίας ορίσθηκε ο αναιρεσείων (Χ1), Αντιπρόεδρος δε αυτής ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, ενώ η γραμματειακή υποστήριξη της εταιρίας είχε ανατεθεί στην εξ αυτών Χ3. Στα πλαίσια των προδιαληφθεισών δραστηριοτήτων της η παραπάνω εταιρία την…….. συνήψε σύμβαση αντιπροσώπευσης με την εταιρία «……..», πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ετύγχανε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5 και Γενικός διευθυντής ο εξ αυτών Χ4, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εκ των ανωτέρω εταιριών είχε τη δυνατότητα να παρέχει ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστάμενες στη λήψη και διαβίβαση εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών των πελατών της, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα διακίνησης ή διαχείρισης των χρημάτων των πελατών, δυνατότητα που είχε μόνο η εταιρία «……….» ο οποίος με τη σειρά του πραγματοποιούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας με την επωνυμία “ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ”. Η λειτουργία της εταιρίας “ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.”, ως γραφείου αντιπροσώπευσης της “ΕΕΟ-ΑΕΠΕΥ” ενεκρίθη από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ’ αριθ. ……. απόφασή της. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, άτομο με ευρύ κύκλο γνωριμιών, εμφανιζόταν σε διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και εκ των εγκαλούντων Ψ1 ως γνώστης των χρηματιστηριακών δεδομένων και έμπειρος επενδυτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εταιρίας “ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.”, η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΕΠΕΥ”, που ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας “ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ” και παράλληλα παρέστησε σ’ αυτούς ότι η παραπάνω εταιρία, της οποίας τυγχάνει εκπρόσωπος, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ο ίδιος δε, ως γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, είναι σε θέση με κατάλληλους χειρισμούς να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις στα χρήματα που θα επενδύσουν και έτσι έπεισε τόσο τον προαναφερθέντα εγκαλούντα Ψ1, όσο και τους υπολοίπους, να συνάψουν με την εταιρία “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π. Ε.Υ.” συμβάσεις συμβουλευτικής εκτέλεσης εντολής αγοραπωλησίας επενδυτικών χαρτοφυλακίων και παρακαταθήκης χρεογράφων και να υπογράψουν παραλλήλως αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμού στην παραπάνω εταιρία. Ακολούθως, πριν από την αποστολή στην Ε.Ε.Ο. των αιτήσεων για άνοιγμα λογαριασμού, μετέβαινε στο κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στο Γέρακα-Αττικής, όπου, εν αγνοία των επενδυτών-εγκαλούντων, άνοιγε κοινό λογαριασμό, με πρώτο όνομα δικαιούχου το όνομα του επενδυτή και δεύτερο όνομα δικαιούχου το δικό του και εν συνεχεία, αφού ανέγραφε στην αίτηση για το άνοιγμα λογαριασμού στην Ε.Ε.Ο. τον αριθμό του προαναφερθέντα κοινού λογαριασμού, καλούσε τους εγκαλούντες να καταθέσουν χρηματικά ποσά για επένδυση, σε τραπεζιτικό λογαριασμό της Ε.Ε.Ο. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα που οι εγκαλούντες (επενδυτές) κατέθεταν τα χρήματά τους για επένδυση, παριστάνοντας ψευδώς από κοινού μετά της εκ των κατηγορουμένων Χ3, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητά της, στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟΣ-Ε.Ε.Ο.”, ότι οι εγκαλούντες είχαν δώσει δήθεν εντολή εις τούτους για τη μεταφορά των ήδη κατατεθέντων χρηματικών ποσών από το λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας (Ε.Ε.Ο.), στους κοινούς λογαριασμούς που, κατά τα ανωτέρω, είχαν ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα, έπειθαν αυτούς να δώσουν εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο της τραπέζης, όπου είχαν κατατεθεί τα χρήματα από τους επενδυτές, σε λογαριασμούς της εταιρίας, για τη μεταφορά η οποία εκτελείτο αμέσως και εν συνεχεία ο εξ αυτών κατηγορούμενος Χ2 προέβαινε σε αναλήψεις των εν λόγω χρηματικών ποσών από τους παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της Εμπορικής Τραπέζης, τα οποία παρανόμως ιδιοποιείτο. Έτσι, με τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο, την 8-10-2001 οι εν λόγω κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 παρέστησαν στον εγκαλούντα Ψ1 ότι η επένδυση χρημάτων με την αγοραπωλησία μετοχών μέσω της εταιρίας “ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.”, που συνεργάζεται με τις προαναφερθείσες εταιρίες, είναι ιδιαίτερα αποδοτική και έτσι έπεισε τούτον να υπογράψει την υπό ιδία ως άνω ημερομηνία σύμβαση με την “Ε.Ε.Ο.”, καθώς και σχετική αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην “Ε.Ε.Ο.”, και να καταθέσει, κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως και 27-12-2001, για επένδυση, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας “Ε.Ε.Ο.” το συνολικό ποσό των 44.400.000 δρχ. Εν συνεχεία την 30-10-2001, 14-11-2001 και 31-1-2002, παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους της εταιρίας “Ε.Ε.Ο.” Γ1, Γ2 και Γ3, ότι τόσο ο παραπάνω εγκαλών όσο και οι λοιποί τους οποίους εκπροσωπούσαν, επιθυμούσαν τη μεταφορά των χρημάτων τους στον τραπεζικό λογαριασμό που ο κάθε ένας από αυτούς είχε δηλώσει στην αίτησή του προς την “Ε.Ε.Ο.”, αποστέλλοντας παράλληλα προς αυτήν και τις σχετικές εντολές. Έτσι παραπλανήθηκαν οι παραπάνω υπάλληλοι και κατόπιν εντολής των μεταφέρθηκαν από τον τραπεζιτικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας των στον υπ’ αριθμ. ……… κοινό λογαριασμό της Εμπορικής Τράπεζας που ως ανωτέρω ελέχθη, είχε ανοιχθεί από τον κατηγορούμενο (Χ2), εν αγνοία του εγκαλούντος, τμηματικά τα χρηματικά ποσά των 17.307.000 δρχ, 9.400.000 δρχ. και 27.730.000 δρχ, αντιστοίχως, από τα οποία ανέλαβε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.900.250 δρχ. ή 105.356,56 ευρώ, το οποίο και παρανόμως ιδιοποιήθηκε. Στην περιγραφόμενη ως άνω πράξη των παραπάνω κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ο αναιρεσείων Χ1, υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία “ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ”, οικονομολόγος και σύμβουλος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το καταστατικό της, με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ήταν ο ιθύνων νους της εταιρίας ο οποίος, εν τοις πράγμασι, οργάνωσε και διοικούσε την εταιρία, εξασφαλίζοντας με τις εξειδικευμένες γνώσεις και πλούσια εμπειρία του και περαιτέρω με τις προσωπικές επαφές του, την εύρυθμη λειτουργία της παραπάνω εταιρίας. Ειδικότερα, ο Χ1 με τις προσωπικές επαφές του με τους διευθύνοντες του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ Α.Ε.Π.Ε.Υ., ήτοι τους Χ4 και Χ5, από τους οποίους ο πρώτος τυγχάνει πρώτος εξάδελφός του, εξασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ. Λόγω δε των προαναφερθεισών ιδιοτήτων του ο Χ1 είχε την εποπτεία και την επίβλεψη όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τις οποίες διεκπεραίωνε ο Αντιπρόεδρος της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ Χ2, είτε ο ίδιος προσωπικά είτε η αδελφή του, ως γραμματέας της εταιρείας, Χ3, μετά από προηγούμενη συνεννόησή τους (των αδελφών Χ2,Χ3 μεταξύ τους) και γενικά κατηύθυνε όλες τις δραστηριότητες της εταιρείας. Έτσι, με τις προϋποθέσεις αυτές σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υπ’ αυτού της εύρυθμης λειτουργικότητας της προδιαληφθείσας εταιρίας, με τη λειτουργία γραφείων, τη χορήγηση έντυπου υλικού, την εγκατάσταση απαραίτητου εξοπλισμού και κυρίως ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη σύνδεση του ενός εξ αυτών με τους αντίστοιχους της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ,παρείχε τη δυνατότητα συμβάσεων με τους επενδυτές-πελάτες και την κίνηση των λογαριασμών τους, και άμεση συνδρομή στους προαναφερομένους κατηγορουμένους (Χ2 και Χ3) στην εκτέλεση της υπ’ αυτών τελεσθείσας κακουργηματικής πράξεως της απάτης.

Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε δεκτή η με αριθ.336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 α) δεν περιέχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται σ’ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος κακουργήματος και β) έχει υποπέσει σε ασάφειες, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο περί ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και το στερούν νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται ελλιπώς τα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση της παροχής άμεσης συνδρομής από τον αναιρεσείοντα κατά την τέλεση από τον αυτουργό της προαναφερθείσας κακουργηματικής απάτης, με την έννοια ότι η συνδρομή παρεσχέθη με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς εκείνη δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη του εγκλήματος αυτού υπό τις περιστάσεις που φέρεται ότι τελέσθηκε. Το βούλευμα αυτό περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες και ασάφεια, αφού δεν παραθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για τη γνώση, με την έννοια της επίγνωσης του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις (ποιες ειδικότερα) παρείχε με ηθελημένη υλική ενέργεια άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα της απάτης που διέπραξαν οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του Χ2 και Χ2 σε βάρος του Ψ1, σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή να μην είναι δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Δεν διευκρινίζει ποια από τα υλικοτεχνικά μέσα της ΑΓΙΣΚΟ χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των χρημάτων του Ψ1 από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ στον τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει ο Χ2, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και η γνώση του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις βοηθάει το Χ2 και τη Χ3 κατά τη διάπραξη της ως άνω απάτης σε βάρος του Ψ1. Οι υπάλληλοι του Ε.Ε.Ο. Γ1, Γ2 και Γ3 κατέθεσαν ότι για τη μεταφορά αυτή των χρημάτων ενεργούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες της διοικήσεως της εταιρείας του εν λόγω επενδυτικού ομίλου, η οποία διοίκηση τους είχε συστήσει να εκτελούν τις εντολές της ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ, που εδίδοντο για λογαριασμό των πελατών της, χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενο των σχετικών εντολών και χωρίς να προσδιορίζει τα πρόσωπα που τις έδωσαν και ιδίως αν μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο αναιρεσείων.

Περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό αλλ’ ούτε στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι η πράξη δια την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων έχει τελεσθεί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται παράλληλα αναφορά σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το βούλευμα παραπέμπει, αναφέρεται ότι προκύπτουν ενδείξεις κατά της εκ των κατηγορουμένων Χ3 για τετελεσμένη απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά των λοιπών για άμεση συνεργεία στην πράξη αυτή, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ή αιτιολογία της συνδρομής αυτοτελώς των επιβαρυντικών περιστάσεων και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, ως άμεσου συνεργού, όπως απαιτεί η διάταξη του αρθρ. 49 § 2 Π.Κ., ενώ στο διατακτικό του βουλεύματος, ούτε απλή αναφορά γίνεται, περί της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Η αιτιολογία συνεπώς δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προεκτεθείσα έννοια, και περαιτέρω το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.

Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ΄ και β΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς, τόσον, ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του, που μπορούν να στηρίξουν δημόσια κατηγορία για άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος στην ως άνω πράξη της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα από πρόσωπα που διαπράττουν την πράξη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, όσον και ως προς τη συνδρομή και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσής της και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ’ αριθμ.1158/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την πράξη που αποδίδεται στο Χ1 της άμεσης συνέργιας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π. 98/16-1-2008 Μη συνδρομή ιδιαιτέρα εξαιρετικής περίπτωσης δικαιολογούσας αναβολή ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι εν τω μεταξύ θα τακτοποιήσει τις οφειλές του προς το Ι.Κ.Α.

Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναβάλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, από 5.2.2007 του Χ1 και από 20.2.2007 της Χ2, κατά της 57471/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν εμφανίσθηκαν οι εν λόγω αναιρεσείοντες, οι οποίες, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως, υπό χρονολογίες …… και …….., ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, και …… και …… ως προς την δεύτερη αναιρεσείουσα, των επιμελητών δικαστηρίων …….. και ………, αντιστοίχως, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κλητεύθηκαν προς τούτο, νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με επίδοση κλήσεως προς αυτούς και τους αντικλήτους τους (άρθρα 513 παρ. 1, 155 παρ. 2 και 166 ΚΠοινΔ). Εμφανίσθηκε, όμως, ο δικηγόρος ……… και ζήτησε για λογαριασμό των αναιρεσειόντων την αναβολή της συζητήσεως των ένδικων αιτήσεων, προκειμένου, όπως δήλωσε, “να τακτοποιήσουν οι αναιρεσείοντες τις οφειλές προς το ΙΚΑ, δεδομένου ότι έχει γίνει ρύθμιση και είναι ενήμεροι”. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την αναβολή, να απορριφθούν δε συνακολούθως οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 5.2.2007 και 20.2.2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, περί αναιρέσεως της 57471/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Π.2384/27-12-2007 Ναρκωτικά. Η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 Ν.3459/2006), της υποτροπής, δεν καταλαμβάνει τον παραβάτη της διατάξεως του άρθρου 12 παρ.1 του αυτού νομοθετήματος (ήδη 29 παρ.1 του ν.3459/2006).Και τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως, ο δράστης της σχετικής παραβάσεως δεν εμφανίζει αντικειμενική επικινδυνότητα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο το νομοθέτη, που τιμωρεί τη συγκεκριμένη παράβαση με φυλάκιση μέχρις ενός(1) έτους, επιπρόσθετα δε από το γεγονός ότι πρώτον η καταδίκη για τη συγκεκριμένη παράβαση, εγγράφεται στο αντίγραφο του δελτίου του ποινικού μητρώου υπό προϋποθέσεις και δεύτερον από το γεγονός ότι μετατρέπεται η ποινή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 12παρ.1 του ν.1720/1987 σε χρηματική ποινή. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για κακουργηματική παράβαση του Ν. 1729/1987 χωρίς τη συνδρομή όμως των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 παρά το γεγονός ότι ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, εντός της τελευταίας πενταετίας είχε καταδικασθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 398/24-10-2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και συγκεκριμένα για παράβαση του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.1729/1987.

Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.1 εδ. δ του Κ.Π.Δ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση των αποφάσεων του Εφετείου και τις αποφάσεις των μεικτών ορκωτών και των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων που ανήκουν στην περιφέρειά του και για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του Κ.Π.Δ) Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε΄ του Κ,Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο.

Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδάφιο β’ και ζ’ του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, με κάθειρξη τουλάχιστο δέκα(10) ετών και με χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου(1.000.000) μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών τιμωρείται όποιος πωλεί, αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά, ενώ κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου( ήδη άρθρο 23 του Ν. 3459/2006), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2161/1993 και το εδ. α΄ της παρ.2 του άρθρου 4 του Ν.2408/1996 και αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 παρ.15 του Ν.2479/1997 με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή δέκα εκατομμυρίων(10.000.000) δραχμών μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών, τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6, 7 του παρόντος νόμου, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ’ επάγγελμα…..” Τέλος, κατά το άρθρο 23 του Ν.3459/2006 η ισχύς του οποίου αρχίζει από της 25ης Μαΐου 2006, με την οποία καθορίζονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις, ως υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της προηγούμενης πενταετίας. Εξ’ άλλου, στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 1729/1987 ( ήδη 29 παρ.1 του ν.3459/2006) ορίζεται ότι όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιοδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε μικρή ποσότητα ή κάνει χρήση τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός(1) έτους. Επίσης στην παρ.2 της αυτής ως άνω διατάξεως του άρθρου 29 ορίζονται τα εξής: καταδικαστικές αποφάσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν καταχωρίζονται στα αντίγραφα των δελτίων του ποινικού μητρώου, εκτός αν μέσα σε (5) χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης επακολουθήσει αμετάκλητη καταδίκη για την ίδια πράξη. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και μάλιστα από αυτήν του άρθρου 8 του ν.1729/1987 (ήδη 23 του κωδικοποιημένου νόμου περί ναρκωτικών), με σαφήνεια προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής, είναι η βαρύτερη τιμωρία των ατόμων εκείνων, που παρουσιάζουν μια επικινδυνότητα σχετική με την βαρύτητα των αδικημάτων, όπως αυτά οριοθετούνται από τη διάταξη αυτή και σχετίζονται με την εμπορία των ναρκωτικών. (άρθρα 5, 6 και 7 του Ν.1729/1987 και ήδη 20, 21 και 22 του Ν.3459/2006). Τέτοια όμως επικινδυνότητα, που αναμφισβήτητα αποτελεί την ουσιώδη και βασική προϋπόθεση της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως και μάλιστα αυτή του υποτρόπου, δε μπορεί να καταλογιστεί σε εκείνο το δράστη που προμηθεύεται ή κατέχει σε μικροποσότητα ναρκωτικές ουσίες για δική του αποκλειστική χρήση και πολύ περισσότερο να θεωρηθεί ως επικίνδυνο το άτομο εκείνο, το οποίο έχει καταδικαστεί για την πράξη του άρθρου 12 του Ν. 1729/1987. Τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, ο δράστης της παραβάσεως αυτής δεν εμφανίζει αντικειμενική επικινδυνότητα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο το νομοθέτη, που τιμωρεί τη συγκεκριμένη παράβαση με φυλάκιση μέχρις ενός(1) έτους, επιπρόσθετα δε από το γεγονός ότι πρώτον η καταδίκη για τη συγκεκριμένη παράβαση, εγγράφεται στο αντίγραφο του δελτίου του ποινικού μητρώου υπό προϋποθέσεις και δεύτερον από το γεγονός ότι μετατρέπεται η ποινή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 12παρ.1 του ν.1720/1987 σε χρηματική ποινή. ΄Άλλωστε, ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, που αντιμετωπίζει τις διάφορες περιπτώσεις παραβατικότητας περί τα ναρκωτικά με προέχον στοιχείο αυτό της εμπορίας, δεν περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 12 του Ν.1729/1987, γεγονός το οποίο υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μην καταλαμβάνει η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 της υποτροπής, τον παραβάτη της διατάξεως του άρθρου 12 παρ.1 του αυτού νομοθετήματος. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα, ακόμη και για τον περιστασιακό δράστη, ο οποίος θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να θεωρηθεί υπότροπος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1729/1987, εφόσον στο χρόνο που θέτει η διάταξη αυτή, της τελευταίας πενταετίας, καταδικαστεί εκ νέου σε βαθμό πλημμελήματος για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης που την εξέδωσε, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανεξέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που την στήριξε στα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα ( μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, έγγραφα, απολογία του κατηγορούμενου), τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: “Κατά τις 14-5-2004, στο χώρο της ……. Κρήτης, στη λεωφόρο …….., στον ………. Ηρακλείου, αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ηρακλείου, μεταξύ των οποίων και ο μάρτυρας Ζ1, αφού με προηγούμενη παρακολούθηση από απόσταση είχαν επαληθεύσει υπηρεσιακές πληροφορίες τους για είσοδο των κατηγορουμένων στο χώρο του …….. Κρήτης (χωρίς να έχουν φοιτητική ιδιότητα ή άλλη έννομη σχέση), αλλά για διακίνηση ναρκωτικών στους φοιτητές, έθεσαν και πάλι το συγκεκριμένο χώρο σε στενότερη παρακολούθηση. Περί την 14.00 ώρα της 14-5-2004, εισήλθαν το χώρο του ……… οι κατηγορούμενοι μαζί με τον ανήλικο ………, ο οποίος εκινείτο πεζός και πωλούσε ναρκωτικά σε φοιτητές, ενώ το ίδιο έπρατταν και οι λοιποί κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα ο τελευταίος κατ/νος χ3 επέβαινε στο υπ’ αρ ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1, μαζί με τον τελευταίο και παίρνοντας μικρές ποσότητες από φυλασσόμενες εντός του αυτοκινήτου από αμφοτέρους μεγαλύτερη ποσότητα ινδικής κάνναβης μετέβαινε πεζός προς αναζήτηση αγοραστών, φοιτητών και φοιτητριών, τους πωλούσε τη ναρκωτική ουσία και επανερχόμενος επαναλάμβανε τις προμήθειες και πωλήσεις, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέμενε στο αυτοκίνητό του και φύλασσε τα ναρκωτικά. Για μετακινήσεις του σε μακρινότερες αποστάσεις μέσα στο χώρο του ……, προς αναζήτηση αγοραστών των ναρκωτικών του, ο κατηγορούμενος Χ3 χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου Χ2, από κοινού με αυτόν και λάμβανε ποσότητες ινδικής κάνναβης προς πώληση και από τις εντός αυτού του αυτοκινήτου υπάρχουσες, από τις οποίες επίσης πωλούσε με ανάλογο τρόπο σε φοιτητές και φοιτήτριες και ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2. Όταν οι κατηγορούμενοι, μαζί με αγοραστές ναρκωτικών, βρέθηκαν σε παρακείμενο οικόπεδο (ελαιώνα), επενέβησαν οι αστυνομικοί και συνέλαβαν τους δυο πρώτους κατηγορουμένους, ενώ ο τελευταίος διέφυγε τη σύλληψη. Στο αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου με αρ. κυκλ. …….. βρέθηκαν δυο ποσότητες ακατέργαστης ειδικής κάνναβης περιτυλιγμένες σε χαρτί, μικτού βάρους 12,3 γραμμαρίων, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και 9,4 γραμμάρια στην πόρτα του οδηγού αντίστοιχα και έξι ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης στο πατάκι της θέσης του οδηγού, μέσα σε μαύρο σακίδιο ώμου, έκαστη περιτυλιγμένη με χαρτί, μικτού βάρους 6 γραμμαρίων, 7 γραμμαρίων, 7,2 γραμμαρίων, 6,6 γραμμαρίων, 7,5 γραμμαρίων, 10,4 γραμμαρίων αντίστοιχα καθώς επίσης και μια νάιλον σακούλα η οποία περιείχε είκοσι μία (21) ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης βάρους 6,7 γραμμαρίων, 10,2 γραμμαρίων, 9 γραμμαρίων, 7 γραμμαρίων, 11,4 γραμμαρίων, 7,5 γραμμαρίων, 9,9 γραμμαρίων, 8,1 γραμμαρίων, 7,4 γραμμαρίων, 8,3 γραμμαρίων, 9 γραμμαρίων, 8, 9 γραμμαρίων, 10, 2 γραμμαρίων, 9, 6 γραμμαρίων, 7,7 γραμμαρίων, 8, 3 γραμμαρίων, 7, 4 γραμμαρίων, 8 γραμμαρίων, 9,7 γραμμαρίων, 7,3 γραμμαρίων, 6,9 γραμμαρίων αντίστοιχα, την οποία ο κατηγορούμενος Χ2, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των αστυνομικών της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, απέρριψε έξω από το αυτοκίνητο, όπως επίσης και οκτώ ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, περιτυλιγμένες σε χαρτί, μικτού βάρους, 7,3 γραμμαρίων, 8,5 γραμμαρίων, 9,9 γραμμαρίων, 6,5 γραμμαρίων, 9,6 γραμμαρίων, 7,3 γραμμαρίων, 7,6 γραμμαρίων, 7,8 γραμμαρίων αντίστοιχα, τις οποίες ο κατηγορούμενος Χ2, καθώς και οι συνεργοί του ανήλικοι ………. και ………….., μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία των αστυνομικών της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, απέρριψαν ομοίως έξω από το αυτοκίνητο. Επίσης στο αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1 είχαν απομείνει και βρέθηκαν 32,2 γρ. ινδικής κάνναβης στη θέση του συνοδηγού, 12,5 γρ. ινδικής κάνναβης στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και άλλη μικρή ποσότητα στη θέση του οδηγού. Σε έρευνα στην οικία του τρίτου κατηγορουμένου Χ3 βρέθηκαν 1,4 γρ. ινδικής κάνναβης και μια ζυγαριά ακριβείας, όπως και σύνεργα κοπής και χρήσης κοκαΐνης με υπολείμματά της σε ένα φιαλίδιο. Ήτοι η συνολική ποσότητα ναρκωτικών (διανεμημένη σε μικροποσότητες) που βρέθηκε στην κατοχή των κατηγορουμένων και κατασχέθηκε ήταν 388,3 γρ. ινδικής κάνναβης και ανήκε στην συγκατοχή όλων των κατηγορουμένων, οι οποίοι, με κοινή συνεννόηση και για κοινό παράνομο όφελος, την προόριζαν για πώληση στο χώρο του …… Ηρακλείου, όπως προηγουμένως είχαν πωλήσει άλλες ποσότητες ινδικής κάνναβης, που αποτέλεσαν την αιτία της αποκάλυψης και σύλληψης τους. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά προκύπτουν ειδικότερα από τη στηριζόμενη σε άμεση αντίληψη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Ζ1, σε συνδυασμό με τα ευρήματα (ναρκωτικά και λοιπά μέσα τέλεσης της εμπορίας ναρκωτικών) που περιγράφονται στις εκθέσεις κατασχέσεως. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 ότι λόγω της τοξικομανίας του είχε μειωθεί ουσιωδώς η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό (άρθρο 36 Π.Κ.), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η τοξικομανία του (την οποία δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) προέκυψε από τη χρήση της ινδικής κάνναβης και εν μέρει ηρωίνης και δεν επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό την ικανότητά του προς καταλογισμό, ούτε προκύπτει κάποια σχετική, ασφαλής ένδειξη από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο αυτοτελής ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1, ότι προόριζε τα ναρκωτικά που ήταν στο αυτοκίνητό του για ιδία αποκλειστική χρήση (άρθρο 12 παρ. 1 ν. 1729/1987), καθόσον ενώπιον των αστυνομικών ο συγκατηγορούμενός του Χ3 έπαιρνε ναρκωτικά από το αυτοκίνητο αυτού (δεύτερου κατηγορούμενου) εν γνώσει του και τα πωλούσε σε φοιτητές και φοιτήτριες, παρεκτός του ότι ακόμα και εκείνες οι ποσότητες που εναπέμειναν στο αυτοκίνητο (τρεις τουλάχιστον συσκευασίες βάρους άνω των 40 γρ) δεν δικαιολογούνταν για αποκλειστική χρήση του δεύτερου κατηγορούμενου στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αλλά είχαν αυτές προορισμό να πωληθούν, σύμφωνα με το κοινό σχέδιο όλων των κατηγορουμένων και για κοινό όφελος τούτων”. Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο, εκτός των άλλων, τον Χ1, για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, κατοχής από κοινού και της πώλησης κατ’ εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών,( άρθρα 4 παρ. 1,3 ΠΙΝ. Α6 και 5 παρ.1 εδ. β, ζ, Ν. 1729/1987, όπως το άρθρο 5 αντικ. με το άρθρο 10 Ν.2161/1993) με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ του Π.Κ της ειλικρινούς μεταμέλειας, χωρίς τη συνδρομή όμως των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 (ήδη άρθρο 23 Ν.3459/2006), όπως δέχθηκε η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου και ειδικότερα αυτής του υποτρόπου, παρά το γεγονός ότι ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, εντός της τελευταίας πενταετίας είχε καταδικασθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 398/24-10-2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και συγκεκριμένα για παράβαση του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.1729/1987.

Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δηλαδή δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ1 οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν.1729/1987( ήδη άρθρο 23 του Ν.3459/2006) και μάλιστα του υποτρόπου, ορθώς το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση αυτή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 20/29-1-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, κατά το μέρος που αφορά την παραδοχή της μη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως, της υποτροπής, σε βάρος του κατηγορουμένου χ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

05/12/2008/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2008-12-05 11:46:402008-12-05 11:46:40Πρόσφατη Νομολογία
Νομικά Θέματα

Πρόσφατη Νομολογία

Α.Π. 966/9-4-2008.Μη ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται αίτημα της κατηγορουμένης για εξέταση μάρτυρα υπεράσπισης διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ανωτέρω απορριπτική του αιτήματος κρίση του για την εξέταση της άνω μάρτυρα, περαιτέρω δε, από τη μη αιτιολογημένη αυτή απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης, υπήρξε έλλειψη ακρόασης αυτής και, συνακόλουθα επήλθε ακυρότητα από την αιτία αυτή. Παράλληλα από την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης παραβιάστηκε το δικαίωμα αυτής από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ’της “Ε.Σ.Δ.Α.” (νδ.53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε’ του “Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα” (ν.2462/1997) να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, εντεύθεν δε δημιουργήθηκε ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ του ΚΠοινΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ.1 εδ. δεύτερο του ΚΠοινΔ το Δικαστήριο στην κατ’ έφεση δίκη μπορεί, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν. Εξάλλου, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. ΄Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου για την εξέταση μάρτυρα που ήταν παρών στο ακροατήριο πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, έστω και αν η παραδοχή ή η απόρριψη τέτοιου αιτήματος έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 717-718/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που διέπραξε την 21-9-2000 σε βάρος του εγκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 με τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέλαβε στην από 21-9-2000 αγωγή της κατά του πρώην συζύγου της …….., την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ‘Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη υπέβαλε προς το Δικαστήριο αίτημα “να εξεταστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης η κόρη της ….., η οποία και θα επιβεβαιώσει τα αναφερόμενα στην αγωγή γεγονότα”. Ο Εισαγγελέας και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής πρότειναν να απορριφθεί το αίτημα της κατηγορουμένης, οι δε συνήγοροι της υπεράσπισης “είπαν ότι επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου”. Ακολούθως το πιο πάνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης περί εξετάσεως της ως άνω μάρτυρα υπεράσπισης, η οποία προδήλως ήταν παρούσα (διαφορετικά σε περίπτωση απουσίας της θα ζητούνταν αναβολής της δίκης για την προσέλευσή της) με την εξής αιτιολογίας “Δεν κρίνεται λυσιτελής η εξέταση της δωδεκαετούς θυγατέρας της κατηγορουμένης περί του αποδεικτέου θέματος, προεχόντως, διότι βάση της κατηγορίας δεν είναι η εκ μέρους της κατηγορουμένης αναφορά (στην κατά του πρώην συζύγου της αγωγή) των οποίων αφηγήσεων των παιδιών για την διαμονή τους στην κατοικία του πατέρα τους, αλλά αν η κατηγορουμένη- με τα γραφόμενά της στην αγωγή-προσέδωσε στις αφηγήσεις αυτές την έννοια, ότι ο πρώην σύζυγός της και ο εγκαλών φίλος του είχαν μεταξύ τους ομοφυλοφιλικές σχέσεις, πράγμα που δεν φαίνεται- από την ημέρα τώρα διαδικασία- να υποστηρίζει ούτε η ίδια κατηγορουμένη. Επομένως το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί”. Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση ούτε αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ανωτέρω απορριπτική του αιτήματος κρίση του για την εξέταση της άνω μάρτυρα, περαιτέρω δε, από τη μη αιτιολογημένη αυτή απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης, υπήρξε έλλειψη ακρόασης αυτής και, συνακόλουθα επήλθε ακυρότητα από την αιτία αυτή. Παράλληλα από την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης παραβιάστηκε το δικαίωμα αυτής από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ.δ’της “Ε.Σ.Δ.Α.” (νδ.53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε’ του “Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα” (ν.2462/1997) να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, εντεύθεν δε δημιουργήθηκε ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ του ΚΠοινΔ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β’ του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του δικαιώματος ακροάσεως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί αυτή (προσβαλλομένη) ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος της κατηγορουμένης περί εξετάσεως ως μάρτυρα υπεράσπισης της αναφερόμενης θυγατέρας της. Μετά την αναίρεση κατά τούτο της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να αναιρεθεί αυτή και κατά τις περαιτέρω διατάξεις της, με τις οποίες καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα και της επιβλήθηκε ποινή δέκα (10) μηνών, αφού με την απόφασή του αυτή, το δικαστήριο, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα εξετάσεως μάρτυρα και εντεύθεν υπήρξε αφενός μεν έλλειψη ακρόασης της κατηγορουμένης και αφετέρου παραβίαση του προαναφερομένου δικαιώματος αυτής από την ΕΣΔΑ και το Δ.Σ.Α.Π.Δ., υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Ακολούθως, πρέπει, αναιρουμένης της προσβαλλόμενης απόφασης, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή.

Α.Π.814/27-3-2008. Φορολογική νομοθεσία. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ”περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.”, στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής.

Ι.Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ”περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία”, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. “Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών”. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α’ ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α’ δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ”περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.”, στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 337/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της κατ’ εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-2-1999 και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ’ αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι παρήλθε πενταετία από τον χρόνο τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης και μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη, ενώ ορθώς δέχθηκε στην παρεμπίπτουσα για το ζήτημα της παραγραφής απόφασή της ότι χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι η 27-6-2003 που θεωρήθηκαν τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, στην συνέχεια, όμως, τόσο στο κύριο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της αποφάσεως, ως χρόνο τελέσεως του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο δίκασε τελικώς τον κατηγορούμενο, αντιφατικώς δέχεται το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-1-1999. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική και καθιστά έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου επί ζητήματος που σχετίζεται με την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Τούτο δε διότι εάν, ως δέχεται στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 27-6-2003, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δίκασε (12-1-2007), δεν είχε παρέλθει πενταετία, πολύ περισσότερο δε οκταετία, εάν όμως ο χρόνος τέλεσης της πράξης αρχίζει από την 5-1-1999, ως δέχεται στο κύριο σκεπτικό και το διατακτικό, τότε κατά τον άνω χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (12-1-2007), συνυπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, είχαν υποπέσει σε παραγραφή οι μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος από 5-1-1999 έως 12-1-1997 Μετά από αυτά, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’του Κ.Π.Δ λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας [παρέλκει μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών λόγων] πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ ).

Α.Π. 810/27-3-3008. Φορολογική νομοθεσία. Έννοια πλαστού και εικονικού φορολογικού στοιχείου. Η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν διευκρινίζεται εάν ο κατηγορούμενος επεδίωξε την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος απόκρυψης αυτής, είναι αβάσιμη, αφού για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως το δικαστήριο δεν όφειλε για το ζήτημα αυτό να διαλάβει ειδική σκέψη και αιτιολογία, δεδομένου ότι ο σκοπός απόκρυψης φορολογητέας ύλης δεν συνιστά στοιχείο του από το άρθρο 19 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας”, οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ’ αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο). Με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/14.12.2004 “Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 254/14.12.2004) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, πρέπει να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της “μαρτυροποίησης” και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα.

Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ”περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία ”, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. ” Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). ΙΙ. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Καβάλας που δίκασε κατ’ έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “…ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που αποδίδεται σ’ αυτόν με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στη ……. Καβάλας, υπό την ιδιότητα του Πολιτικού Μηχανικού-εργολάβου δημοσίων και ιδιωτικών έργων, αποδέχθηκε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών, καθώς και ένα δελτίο αποστολής, που εξέδωσε η Γ1, η οποία διατηρεί επιχείρηση εμπορίας οικοδομικών υλικών στην περιοχή ……. Καβάλας και συγκεκριμένα 1) τα υπ’ αριθμ. ……, ……., ……….., ………., ………, ……. ΤΠΥ καθώς και το υπ’ αριθμ. ……. ΔΑ, ποσού 590.000, 401.200, 153.400, 826.000, 708.000, 2.124.000 δραχμών αντιστοίχως για καθένα εκ των τιμολογίων 2) το υπ’ αριθμ. …… ποσού 335.112 δραχμών 3) τα υπ’ αριθμ. …. και …….., ποσού 885.000 και 1.475.000 δραχμών αντιστοίχως, το περιεχόμενο των οποίων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον ουδέποτε αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία μεταξύ αυτού (κατηγορουμένου) και της εκδοσάσης τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία και ουδέποτε αυτός (κατηγορούμενος) συνεβλήθη με την ανωτέρω επιτηδευματία για την εκ μέρους της παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς εκτέλεση χωματουργικών εργασιών για τις ανάγκες της εργολαβικής του δραστηριότητας στην περιοχή …… Καβάλας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο κατά το ποσό των 1.143.712 δραχμών ή 3.356,45 ευρώ, που συνιστά το ποσό που εισέπραξε ως επιστροφή του Φ.Π.Α. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές μεταξύ του κατηγορουμένου και της Γ1 αποδεικνύεται από την από ……. έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος…” . Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό και αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της κατ’ εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ 1-4 του Ν.2523/1997 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την εικονικότητα των παραπάνω φορολογικών στοιχείων. Η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διευκρινίζεται εάν αυτός επεδίωξε την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος απόκρυψης αυτής, είναι αβάσιμη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, το δικαστήριο δεν όφειλε για το ζήτημα αυτό να διαλάβει ειδική σκέψη και αιτιολογία, αφού ο σκοπός απόκρυψης φορολογητέας ύλης δεν συνιστά στοιχείο του από το άρθρο 19 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος. Ρητώς στην παραπάνω διάταξη καθιδρύεται το αξιόποινο της έκδοσης ή αποδοχής φορολογικών στοιχείων, ανεξάρτητα από το αν ο σκοπός του δράστη κατατείνει στην αποφυγή πληρωμής φόρου. Εξάλλου, η στο σκεπτικό της αποφάσεως ιδιαίτερη αναφορά και ειδική μνεία στην έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ και στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, γίνεται από την ανάγκη πληρέστερης αιτιολόγησης της αποφάσεως, χωρίς από το γεγονός αυτό να προκύπτει ότι αγνοήθηκαν και δεν συνεκτιμήθηκαν τα λοιπά αναφερόμενο στο προοίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα, μεταξύ δε αυτών και οι μάρτυρες υπερασπίσεως και τα από τον κατηγορούμενο προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα έγγραφα. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’του Κ.Π.Δ συναφείς τέταρτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου 2523/1997 ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α’ ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α’ δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ”περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.”, στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής της αξιόποινης πράξεως για την οποία κατηγορείται και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ’ αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι για μερικές πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος και συγκεκριμένα για εκείνες που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 21-6-1998 έως 31-12-1998 και μέχρι την 23η Φεβρουαρίου 2007, ημερομηνία συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, παρήλθε χρονικό διάστημα το οποίο υπερβαίνει την οκταετία.. Επί του ζητήματος αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου από τον προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Καβάλας έλαβε χώρα την ……., με χρονική δε αφετηρία την ημερομηνία αυτή για την έναρξη της παραγραφής και μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο (23-2-2007)δεν παρήλθε οκταετία για την κατά το άρθρο 111 του ΠΚ παραγραφή της πράξεως. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι κατά την συζήτηση της υποθέσεως δεν είχε παρέλθει οκταετία, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία και περαιτέρω, με το να χωρήσει στην κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου και στην καταδίκη αυτού, δεν υπερέβη την εξουσία του. Η ειδικότερη αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει τον χρόνο επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος ώστε να δικαιολογείται η κρίση της για επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής, με συνυπολογισμό της κατά το άρθρο 113 του Π.Κ τριετούς αναστολής, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τούτο δε διότι, με την παραδοχή ως χρονικής αφετηρίας για την έναρξη της παραγραφής της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου ( ……. ), η για την εξάλειψη του αξιοποίνου πενταετία δεν είχε συμπληρωθεί κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως (23-2-2007), πλεοναστικώς δε το δικαστήριο αναφέρεται στην οκταετία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος επικαλέσθηκε. Επομένως, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Η’του Κ.Π.Δ με τους οποίους, εν σχέσει με την απόρριψη της ενστάσεως της παραγραφής, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 365 του Κ.Π.Δ προκύπτει, ότι όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφα, τα οποία εκτιμά προς θεμελίωση της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να αναγνωσθούν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, κατ’ άρθρο 358 του ΚΠΔ, σχετικώς με το αποδεικτικό αυτό μέσο και έτσι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ, από την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της απόφασης.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, στήριξε στα κατ’ είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και στα αναγνωστέα και αναφερόμενα στα πρακτικά έγγραφα. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι μεταξύ των άλλων εγγράφων αναγνώσθηκαν “… τα από ……., ……., ……… Υπηρεσιακά Σημειώματα Ελέγχου (Υ.Σ.Ε) …”. Στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως γίνεται μνεία ότι το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του την από ….. έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. Η αναγραφή στο σκεπτικό της αποφάσεως της από …… εκθέσεως ελέγχου που πράγματι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, έγινε από προφανή παραδρομή και πρόδηλο είναι ότι το δικαστήριο αναφέρεται στο υπό την ίδια ημερομηνία (…….) υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου.

Συνεπώς, ο περί απολύτου ακυρότητας τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί..

IV. Kατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 κι εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο τελευταίο αυτό εδάφιο, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003), ορίζεται ότι “αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας”. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως “μάρτυρα”, γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της “μαρτυροποίησης” και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 β’ του Κ.Π.Δ. ναι μεν δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση. Δεν συνιστά, όμως, μαρτυρική κατάθεση υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, ούτε εξομοιώνεται προς μαρτυρική κατάθεση η υπογραφή παντός εγγράφου, επομένως δε η υπογραφή και υποβολή σε αρμόδια αρχή και υπευθύνου δηλώσεως κατά τον τύπο του Ν.1599/1986, υπό προσώπου κατά του οποίου μετά ταύτα ασκείται ποινική δίωξη και προσλαμβάνει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται από το δικαστήριο η εις βάρος του αποδεικτική αξιοποίηση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, δημιουργουμένης, άλλως, απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ’ και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ειδικότερα του δικαιώματος σιωπής και μη αυτενοχοποίησης.. Στη προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για το ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αναφερόμενο έγκλημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, έλαβε υπόψη του και προέβη σε αποδεικτική αξιολόγηση, ανάμεσα στα άλλα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασής του, και της από 19-3-2002 υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με όλα τα’ ανωτέρω, από την ανάγνωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου της άνω υπεύθυνης δήλωσης, ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα και ο περί του αντιθέτου όγδοος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. V. Σύμφωνα με το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας”, οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ’ αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο). Με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/14.12.2004 “Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 254/14.12.2004) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ άλλων, οι 1) …… 2) ……. 3) …….. και 4) ……., υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, οι οποίος άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ, η οποία (εναντίωση) και απορρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2960/2001. Η διάταξη αυτή κατά το χρόνο εξετάσεως των μαρτύρων αυτών ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (23-2-2007) ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη (φορολογικής φύσεως) υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 παρ. 23 του ν. 3296/14.12.2004. Επομένως δεν έλαβε χώρα ακυρότητα από την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, ο δε πέμπτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VI. Κατά το άρθρο 510 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 9 του Κ.Πολ.Δ. λόγος κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως και μέχρι την εξόφληση χωρίς να έχει υποβληθεί ούτε πρωτοδίκως ούτε στην κατ’ έφεση δίκη, από το Δημόσιο αντίστοιχο αίτημα για την επιδίκαση τόκων. Επομένως είναι ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός από τα άρθρα 510 παρ. 2 του ΚΠΔ και 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ έκτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει κατά τούτο να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η σχετική διάταξή της με την παρούσα απόφαση, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση (άρθρ. 519 ΚΠΔ).

Α.Π. 837/27-3-2008.Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.),χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα.

Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη 45-50/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και από τα πρακτικά της δίκης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δεν αναφέρεται καθόλου στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση, ούτε γενικά ούτε κατά το είδος τους, δηλαδή λείπει παντελώς η αναφορά των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π.). Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την έκθεση των αποδεικτικών μέσων δεν είναι η εκ των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο σχετικός περί ελλείψεως αιτιολογίας τρίτος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.

Α.Π. 783/24-3-3008.Δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο για αναβολή της δίκης η απουσία του κατηγορουμένου για επαγγελματικούς λόγους. Χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το Δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος, ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο, λόγω του ανεγκλήτου, για ορισμένες από τις επί μέρους πράξεις εξακολουθούντος εγκλήματος, για το οποίο είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, διατηρήσει όμως την ίδια ποινή για τις λοιπές πράξεις χωρίς να προβεί σε νέα επιμέτρηση αυτής.

Κατά το άρθρο 501 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ “αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη…..Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ”. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστικής απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. Συνίσταται δε η κατά 219 προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Η απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, μετά τη μη σύννομη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ιδρύει για την νομοτύπως και εμπροθέσμως κλητευθείσα κατηγορουμένη το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1414/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, που δίκασε ως Εφετείο, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη κατά ένα μέρος η έφεση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 κατά της 1248/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία αυτή καταδικάσθηκε για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 κατ’ εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, μετά την απόρριψη αιτήματός της για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων αδυναμίας εμφανίσεώς της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ’ αυτής εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η δικηγόρος Καβάλας Ευαγγελία Παλιούδη, η οποία ανήγγειλε ότι η κατηγορουμένη από τις 19-6-2006 βρίσκεται στην …., όπου θα χρειασθεί να έχει επαφές με Υπουργεία για θέματα καπνών, και αδυνατεί να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης για λογαριασμό της. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού της ούτε μάρτυρα εξήτασε, ούτε προσκόμισε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση κατά ένα μέρος ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία αναφορικά με την παρεμπίπτουσα απόφασή του: “….Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα για την εκ νέου αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, η οποία ομοίως είχε αναβληθεί λόγω κωλύματος στο πρόσωπο της εκκαλούσας, ερείδεται σε λόγο που δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως (του άρθρου 349 Κ.Ποιν.Δ), ήτοι στην ύπαρξη ανειλημμένων υποχρεώσεων της εκκαλούσας στην Αθήνα. Επομένως, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί”. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον περιέχει την παραδοχή ότι τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλέσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία η αναιρεσείουσα για να επιτύχει την αναβολή της δίκης, δηλαδή, η απουσία της στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, δεν συνιστούν σημαντικό αίτιο, καθώς και τις σκέψεις ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναβολής. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, που στρέφεται κατά της παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 470 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το Δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος, ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο, λόγω του ανεγκλήτου, για ορισμένες από τις επί μέρους πράξεις εξακολουθούντος εγκλήματος, για το οποίο είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, διατηρήσει όμως την ίδια ποινή για τις λοιπές πράξεις χωρίς να προβεί σε νέα επιμέτρηση αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 1248/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, για παράβαση του ΑΝ 86/1967 “περί μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών”, πράξεις που έλαβαν χώρα εξακολουθητικά κατά τη χρονική περίοδο από 1-6-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-1-2001, από 1-7-2000 έως 31-12-2000 και από 1-5-2000 έως 30-9-2000. Η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού προηγουμένως έκρινε ότι η έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και κήρυξε αυτήν αθώα, λόγω του ανεγκλήτου (άρθρο 33 του ν. 3346/2005), για τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν τα πιο πάνω αδικήματα και τελέσθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-6-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-1-2001 και από 1-7-2000 έως 31-12-2000, απέρριψε κατά τα λοιπά την έφεση ως ανυποστήρικτη και δη “ως προς την πράξη της παράβασης του ΑΝ 86/1967 (ΙΚΑ) που αφορά διάστημα από 1-5-2000 έως 30-9-2000 και το οφειλόμενο ποσό είναι 3.682.900 δρχ. ή 10.808,22 ευρώ”. Με την απόφασή του, όμως, αυτή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, γιατί με την απόρριψη κατά ένα μέρος της εφέσεως της αναιρεσείουσας ως ανυποστήρικτης διατήρησε την ποινή που είχε επιβληθεί σ’ αυτήν πρωτοδίκως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των μερικότερων πράξεων που συγκροτούσαν τα προαναφερθέντα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες για τις οποίες κήρυξε κατά τα ανωτέρω αθώα την αναιρεσείουσα, ενώ έπρεπε να προχωρήσει και σε νέα επιμέτρηση της ποινής. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ σχετικού λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της που απέρριψε κατά ένα μέρος την έφεση ως ανυποστήρικτη και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ), προκειμένου τούτο (Δικαστήριο) να προβεί σε νέα επιμέτρηση της ποινής.

05/05/2008/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2008-05-05 11:46:452008-05-05 11:46:45Πρόσφατη Νομολογία
Νομικά Θέματα

Πρόσφατη Νομολογία

1) Δικαστική χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. β ΄ του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.2 του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 370Α παρ. 2, 3 και 4 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. …. 3. Με φυλάκιση, τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου. 4. Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε διαφυλαχθεί διαφορετικά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου … ». Ακόμη, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β’, 9Α και 19 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, Η ιδιωτική ζωή και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μεσών, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής, Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Η σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής η την επιβολή ποινής ή τη λήψη’ μέτρων καταναγκασμού. Κατ’ εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, επιτρέπεται η λήψη υπόψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου, εάν, πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση του δικαστηρίου, που αιτιολογεί, ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η. λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Πρβλ Ολομ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εν όψει όμως της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1, του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας που χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου (Ολομ. ΑΠ 40/1998), του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος) τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου. 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητας του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Περί αυτών θα κρίνει ο δικαστής, ο οποίος, σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό κατηγορούμενο, θα αγνοήσει δε τα επιβαρυντικά σημεία για τον αντιλέξαντα συγκατηγορούμενό του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4-5/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ζήτησε δια των συνηγόρων του να ακουστεί στο ακροατήριο μαγνητοφωνημένη συνομιλία μεταξύ αυτού και του θύματος, από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύεται η αθωότητα του ή η τέλεση ελαφρύτερης μορφής αξιόποινης πράξεως. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία, ότι η ανωτέρω συνομιλία μαγνητοφωνήθηκε με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου χωρίς τη συναίνεση του θύματος και ότι αυτή δεν αποτελούσε το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, αφού αυτός, όπως από τα πρακτικά προκύπτει, πρότεινε και άλλα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της αθωότητας του. Επομένως, το Εφετείο, με το να απαγορεύσει την ακρόαση της ανωτέρω μαγνητοταινίας, δεν στέρησε τον κατηγορούμενο δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται σ’ αυτόν από το νόμο και, εντεύθεν, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας. Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του ΚΠΔ, κατά την οποία «το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων», προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως που αφορά στις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που επιδικάστηκε πρωτοδίκως,- όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός ενώπιον του εφετείου υπό την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωση του της πολιτικής αγωγής και δίχως να επαναλαμβάνει την περί παραστάσεως του ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση που έκανε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το εφετείο, στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό αποφαίνεται για τη βασιμότητα του, χωρίς να δικαιούται μόνον να αυξήσει το ποσό που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. (Α.Π. 1537/2007).

2) Δυναμένη να ανασταλεί ποινή θεωρείται επί συρρεόντων εγκλημάτων η συνολική.

Από τη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 99 παρ.1 και 100 Π.Κ. προκύπτει ότι ως ποινή, της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται επί συρρεόντων εγκλημάτων η συνολική, διότι η ποινή αυτή, μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες, παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειας τους, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά, και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης είκοσι πέντε (25) μηνών για κάθε ένα από τους πέντε αλλοδαπούς (των οποίων διευκόλυνε την είσοδο και προώθηση αυτών στη Χώρα) και μετά την επιμέτρηση των επί μέρους ποινών, συνολική ποινή φυλάκισης σαράντα τριών (43) μηνών. Συνεπώς, εφόσον η κάθε επί μέρους ποινή υπερέβαινε τα δύο έτη δεν ήταν επιτρεπτή, κατά το άρθρο 99 του ΠΚ, η αναστολή εκτελέσεως κάθε επί μέρους ποινής, ενώ εξ άλλου ούτε κατά το άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα μπορούσε το δικαστήριο, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν υποβλήθηκε, να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή, αφού το σύνολο αυτής για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα υπερβαίνει τα τρία έτη. (Α.Π. 1563/2007).

3) Η μη έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα, που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρίτα έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή, με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 319 παρ. 5 ΚΠοινΔ, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που εκδόθηκε κατά τις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου και επικυρώνει το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα επιδίδεται, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, στον κατηγορούμενο και στους υπόλοιπους διαδίκους, με τη φροντίδα του Εισαγγελέα Εφετών ή Πλημμελειοδικών, και μόλις γίνει αμετάκλητο το βούλευμα, γίνεται η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά το άρθρο 321 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 320 και 321 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι η μη έγκυρη επίδοση του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος ή του επικυρώσαντος αυτό βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης προς αυτόν στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η οποία, δεν ανακύπτει θέμα αναστολής της παραγραφής της πράξης, μπορεί να καλυφθεί, κατά το άρθρο 174 παρ. 2, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Τούτο πολύ περισσότερο ισχύει και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο, παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 314 και 319 παρ. 5 ΚΠοινΔ, το βούλευμα και η επίδοση του είναι άκυρη. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτήν αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη για τα πλημμελήματα. (Α.Π. 1652/2007).

4) Έναρξη της κύριας διαδικασίας παρά την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου.

Κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφαση του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σ’ αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. α-γ. του ίδιου Κώδικα, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων κατά βουλευμάτων. Τέλος κατά το άρθρο 487 ΚΠΔ στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (αρθρ. 120). Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο κηρύσσει αυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με απόφαση του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφαση του αυτή επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι απών. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 320 και 321 με εκείνες των άρθρων 120 παρ. 2 και 121 εδ. α΄1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για να αρχίσει η κύρια διαδικασία, δεν είναι αναγκαίο να είναι πράγματι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση το δικαστήριο που αναγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση διότι η τυχόν αναγραφή άλλου αναρμόδιου δικαστηρίου, δεν καθιστά άκυρο και ανενεργές, ως προς τις έννομες συνέπειες του, το εισαγωγικό αυτό έγγραφο, το οποίο είναι δηλωτικό του τέλους της προπαρασκευαστικής διαδικασίας και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία τόσο του αναρμόδιου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, όσο και ταυ κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου. (Α.Π. 1588/2007).

07/01/2008/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2008-01-07 11:44:512008-01-07 11:44:51Πρόσφατη Νομολογία
Νομικά Θέματα

Πρόσφατη Νομολογία

1. Συγχώνευση ποινών απολυθέντος υπό όρο.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του Π.Κ. η υπό τον όρο της ανακλήσεως χορηγούμενη απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της πού επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική αποκατάσταση (Ολ. Α.Π. 106/1991). Επομένως μπορεί η ποινή στην οποία αυτή αναφέρεται, να συγχωνευθεί με άλλες ποινές αν συναντάται με αυτές κατά την εκτέλεση και εφόσον οι εν λόγω ποινές δεν αναφέρονται σε εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε επέρχεται άρση της αναστολής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς (Α.Π. 1830/2007).

2. Μη εμφάνιση του πολιτικώς ενάγοντος στην κατ’ έφεση δίκη.

Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο του Κ.Π.Δ., πού ορίζει ότι:«το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις πού προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων», προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της απόφασης πού αφορά στις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης πού επιδικάστηκε πρωτοδίκως και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Το εφετείο, στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό, αποφαίνεται για τη βασιμότητά του, χωρίς να δικαιούται μόνο να αυξήσει το ποσό πού επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. ( Α.Π. 1771/2007).

3. Όριο του εκκλητού σε απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.

Από τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι ο καταδικασθείς δικαιούται σε άσκηση εφέσεως κατ’ αποφάσεως του μονομελούς πλημμελειοδικείου, εκτός άλλων, εάν με αυτήν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση υπερβαίνουσα τις εξήντα ημέρες. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 Π.Κ., επί των προσκαίρων ποινών της ελευθερίας , η ημέρα υπολογίζεται σε 24 ώρες, η εβδομάδα σε επτά ημέρες, ο μήνας και το έτος κατά το ημερολόγιο πού ισχύει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ένα κάποιος καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός μηνός και άρχισε η εκτέλεση αυτής την 1η Φεβρουαρίου, αυτός θα εκτίσει ποινή φυλακίσεως είκοσι οκτώ ή είκοσι εννέα ημερών, εάν το έτος είναι δίσεκτο. Εάν η εκτέλεση την ανωτέρω ποινής φυλακίσεως έγινε την 1η Μαρτίου, αυτός θα εκτίσει ποινή φυλακίσεως τριάκοντα και μίας ημερών. Κατ’ ακολουθίαν, ποινή φυλακίσεως δύο μηνών, είναι ποινή φυλακίσεως 30+31=61 ημερών και συνεπώς, απόφαση μονομελούς πλημμελειοδικείου πού επιβάλλει τέτοια ποινή, υπόκειται σε έφεση. Εάν η έναρξη ποινής φυλακίσεως δύο μηνών συμπέσει την 1η Ιουλίου ή την 1η Δεκεμβρίου, τότε αυτή είναι ποινή φυλακίσεως 31+31=62 ημερών. Μόνο εάν στο διάστημα των δύο μηνών περιλαμβάνεται ο Φεβρουάριος, τότε η ποινή φυλακίσεως δύο μηνών είναι μικρότερη των 61 ημερών. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, χάριν της ασφάλειας του δικαίου, για να μην εξαρτάται το εκκλητό της αποφάσεως από την τύχη, συμφώνως δε προς το αξίωμα in dubio pro mitiore, πού κατά την ορθότερη άποψη διατρέχει και το ποινικό δικονομικό δίκαιο, απόφαση πού επιβάλλει ποινή φυλακίσεως δύο μηνών, υπόκειται, συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 στοιχ. β΄ Κ.Π.Δ, σε έφεση (Α.Π. 1707/2007)

28/11/2007/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2007-11-28 11:43:552007-11-28 11:43:55Πρόσφατη Νομολογία
Νομικά Θέματα

Νικόλαος Μιχαήλ Μαρκάκης: Αποποινικοποίηση

Αποποινικοποίηση

Το χοντρό μισοκαμμένο λιόξυλο αλαφρωμένο από το βάρος του έγειρε και έπεσε πάνω στη στάχτη. Το τζάκι με τα λιγοστά ξύλα προσπαθούσε να απλώσει τη θαλπωρή του στους λιγοστούς θαμώνες του καφενείου στο απόμακρο χωριό της Κρήτης. Ο χειμώνας καλά κρατούσε. Ο Στρατογιώργης μετά από μια γουλιά ρακή και μια δυνατή ρουφηξιά από το βαρύ τσιγάρο του, καλά σφηνωμένο στα ροζιασμένα από τη ζωή και την ηλικία του δάχτυλα, γύρισε στο διπλανό τραπέζι και ρώτησε τον Παπαδογιάννη: «Είντα ξετέλεψες μωρέ Μανώλη σήμερα στο δικαστήριο, είπες μου πως θα σε δικάζανε γιατί δεν επλήρωσες το ΤΕΒΕ.» Ο Παπαδογιάννης συνοφρυωμένος ακόμη από την τετράμηνη ποινή φυλάκισης πού του επέβαλε το μεταβατικό Μονομελές Πλημμελειοδικείο της περιοχής, αποκρίθηκε: «Εδικάσανέ με Κωστή, μα έκαμα έφεση γιατί μου είπανε πώς άμα πληρώσω το χρέος μου, στο άλλο δικαστήριο θα με αθωώσουνε.» «Και έχεις μωρέ λεφτά», συνέχισε ο Στρατογιώργης. «Δεν έχω εδά, μα θα δω είντα θα κάμω. Δεν πάνε καλά οι δουλειές, το μπακαλικάκι θέλει νιάτα για να δουλευτεί. Κι έχω και την αρρώστια μου. Θα δω.» «Και το Μαυραντωνάκη τον Αλέκο μπρε Μανώλη, γιάντα τον εδικάσανε», ρώτησε ξανά ο Στρατογιώργης. «Εδικάσανέ ντονε και του βάλανε δύο μήνες φυλακή γιατί έκλεψε λέει πέντε τσουβάλια ελιές από το λιόφυτο του Σταγάκη του Γιώργη.» «Κακό πράμα μπρέ Μανόλη η κλεψά», αποκρίθηκε ο Στρατογιώργης. Ο απλός χωρικός. Η προσωποποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Δεν είπε στον Παπαδογιάννη ότι ήταν κακό πράμα, δηλαδή προσβλητικό, πού δεν πλήρωσε το ΤΕΒΕ, αλλά το ότι έκλεψε ο Μαυραντωνάκης. Εξέφρασε με το δικό του τρόπο την έννοια του εγκλήματος. Όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος με την αγραμματοσύνη και τη τριβή του με την αγροτική ενασχόληση. Όπως την αντιλαμβάνεται ο απλός χωρικός, ο απλός άνθρωπος. Έτσι απλά, με πέντε λέξεις. Προσδιόρισε το έγκλημα, όχι όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, αλλά όπως ουσιαστικοποιείται στη συνείδηση του κόσμου.

Πόσα άραγε τέτοια αδικήματα τυποποιούνται ως τέτοια στο παραπάνω άρθρο του Ποινικού Κώδικα, αλλά δεν ουσιαστικοποιούνται στη συνείδηση του απλού ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον στη συνείδηση του νομικού κόσμου; Πόσες δεκάδες διατάξεις ειδικά των ειδικών ποινικών νόμων στερούνται της ιδιότητος τους ως «ουσιαστικών» εγκλημάτων, χρηζόντων ποινικής διώξεως ως αποτελούντων δυναμική ή όχι απειλή κατά της εννόμου τάξεως; Πόσος πολύτιμος χρόνος αναλίσκεται από το σύνολο των ασχολουμένων με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, δικαστών, εισαγγελέων, γραμματέων, επιμελητών κ.ο.κ. για τη δίωξη των «εγκλημάτων» αυτών, με σκοπό την επίτευξη της γενικής και ειδικής προλήψεως του εγκλήματος; Πόσοι πολίτες ταλαιπωρούνται καθημερινά στο ποινικά δικαστήρια επί μια, δύο ή και τρεις φορές για να δικασθούν επειδή οδηγούσαν το όχημά τους χωρίς να είναι εφοδιασμένοι με άδεια ικανότητος οδήγησης ή κυκλοφορίας και γενικά για πλημμεληματικές παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., ήσσονος σημασίας, οι οποίες θα έπρεπε και αυτές να αποποινικοποιηθούν με τον τροποποιήσαντα τον παραπάνω κώδικα Ν. 3542/2007, ή επειδή λειτουργούσαν κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος χωρίς άδεια της αρμόδιας δημοτικής αρχής, και γενικά για παραβάσεις των κάθε λογής υγειονομικών διατάξεων όχι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος; Ενδεικτική η αναφορά, αφού η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών θα ήταν αφενός μεν περιττή, ως απευθυνομένου του γραπτού τούτου σε ανθρώπους πού τα ζουν καθημερινά, αφ’ ετέρου δε για το λόγο ότι θα απαιτείτο πολύς χώρος στην ιστοσελίδα αυτή, πολύτιμος για την προβολή και άλλων θεμάτων απασχολούντων τον Εισαγγελικό και όχι μόνο κόσμο.

Η απάλειψη των αδικημάτων αυτών ως ποινικών τοιούτων και η αντικατάστασή τους με διοικητικές κυρώσεις, όπως συμβαίνει και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έχει αρχίσει σιγά-σιγά, μα σταθερά, να γίνεται συνείδηση όλου του νομικού κόσμου καθώς και της Πολιτείας. Απομένει η υλοποίησή της. Ίσως να είναι φειδωλή. Ας γίνει όμως η αρχή. Όλα μετά από μια αρχή ολοκληρώνονται. Οι εποχές αλλάζουν, τα δεδομένα το ίδιο. Η παρέμβαση του νομοθέτη συνεχής. Αλήθεια φαντάζεται κανείς τον όγκο εργασίας πού θα είχε συσσωρευθεί αν η σωματική βλάβη από αμέλεια στα οδικά τροχαία ατυχήματα εδιώκετο και σήμερα συλλήβδην αυτεπαγγέλτως και δεν υπήρχε η τροποποίηση με το Ν. 2207/1994 του άρθρου 315 § 1 του Ποινικού Κώδικα; Ή αν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής εδιώκετο και σήμερα αυτεπαγγέλτως; Οι υπηρετήσαντες πριν την νομοθετική μεταβολή με το Ν. 2408/1996 θα θυμούνται τα «τσουβάλια» με τις μηνύσεις από τις τράπεζες πού κατέκλυζαν τα εισαγγελικά γραφεία. Θετικές οι επιπτώσεις του 3346/2005, πλην άλλων, και στην αποσυμφόρηση των ποινικών δικαστηρίων. Μήπως όμως η αποσυμφόρηση αυτή πρέπει να έχει κάποια μονιμότητα; Και τούτο όχι για να αναπαυθούμε συνάδελφοι. Αυτό θα συμβεί μόνο όταν αφήσουμε το μανδύα του λειτουργήματος πού μας εμπιστεύθηκε η πολιτεία για να τον πάρουν άλλοι, και να συνεχίσουν και αυτοί τη δύσκολη μα υπέροχη συνάμα σκυταλοδρομία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Αλλά για να διώξουμε το «ΕΓΚΛΗΜΑ». Τρέχει «ασθμαίνοντας» ο νομοθέτης να προλάβει τις νέες μορφές εγκληματικότητας. Από πού να γίνει η αρχή και πού να μπει το τέλος. Από το ηλεκτρονικό έγκλημα; Από το κατά την κοινή ρήση «εμπόριο λευκής σαρκός»; Από τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα; Από τις τηλεφωνικές υποκλοπές; Από ….Από …Από…Πόσες νέες διατάξεις «ξεφυτρώνουν» κάθε μέρα σχεδόν στην οθόνη του ηλεκτρονικού μας υπολογιστή όταν κάνουμε χρήση του προγράμματος των τραπεζών πληροφοριών, πολλές από τις οποίες τις γνωρίζουμε ήδη εκ των προτέρων από ανακοινώσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή από άλλες πηγές πληροφόρησης; Πολλές.

Ας ελαφρυνθούμε λοιπόν από την ενασχόλησή μας με τις ήσσονος σημασίας αυτές παραβάσεις. Για να διώξουμε το «ΕΓΚΛΗΜΑ» με σκοπό τη διατήρηση και εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης. Και το έγκλημα αυτό έχει πολλές μορφές. Είναι ή δεν είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράττονται τούτη τη στιγμή στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, η ρύπανση και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος; Απορρίμματα πεταμένα τήδε κακείσε, χωματερές ολόκληρες «κοσμούν» λαγκαδιές και ρεματιές της όμορφης χώρας μας, απόβλητα ελαιουργείων και όχι μόνο ρέουν με την ησυχία τους σε θάλασσες και ποτάμια. Υπονόμευση της ζωής και της υγείας, όχι μόνο της δικής μας, αλλά και πολλών μελλοντικών γενεών. Και οι προβλεπόμενες ποινές μικρές. Ασύμβατες με την αρχή της αναλογικότητας. Τόνοι ολόκληροι αλλοιωμένων ή και σάπιων εντελώς κρεάτων καθώς και άλλων προϊόντων κατάσχονται καθημερινά. Δηλητήριο στα πιάτα μας. «Εμπόριο βρεφών», θρασύτατες ληστείες, αριστοτεχνικές απάτες, ύπουλες και άνανδρες ανθρωποκτονίες, αποτελούν καθημερινό σχεδόν θέμα στα Μ.Μ.Ε. Εδώ είναι η πρόκληση. Εδώ είναι ο ρόλος του εισαγγελέα. Του εισαγγελέα πού και την επιστημονική κατάρτιση έχει και τη θέληση, αλλά και την τόλμη να παίξει το ρόλο του καλά. Επαγγελματικά. Όπως το έχει αποδείξει στο παρελθόν και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Σε όλα τα μετερίζια από τα οποία μάχεται για εκπληρώσει το καθήκον του. Φτάνει να απαλλαγεί από τα «βαρίδια» των ήσσονος σημασίας υποθέσεων για να ανέβει ακόμη πιο ψηλά. Για να έρχονται ακόμη περισσότεροι πολίτες στα γραφεία μας και να μας απαντούν σε σχετικές ερωτήσεις μας, γιατί καταφεύγουν μόνο σε μας : «Γιατί σας έχουμε εμπιστοσύνη». Για να «χωθεί» με μεγαλύτερη χρονική άνεση στη δικογραφία και να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα πού θα γίνει αισθητό στην κοινωνία. Και να εισπράξει ο ίδιος από τον εαυτό του την ηθική ικανοποίηση ότι έκανε καλά τη δουλειά του. Ότι αγωνίστηκε με όλα τα μέσα για να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και να τον «στείλει» στη φυλακή. Αλλά και ότι αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων για να αποδείξει την αθωότητά του και να τον «βγάλει» από αυτήν. Αυτή είναι η αποστολή μας. Αυτή είναι η «δουλειά» μας. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Και άς μην ξεχνάμε τη «ρήση» του Στρατογιώργη: «κακό πράμα μπρέ Μανόλη η κλεψά».

Ηράκλειο, Ιούνιος 2007

Νικόλαος Μιχαήλ Μαρκάκης
Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου
Μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

14/09/2007/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2007-09-14 11:42:422007-09-14 11:42:42Νικόλαος Μιχαήλ Μαρκάκης: Αποποινικοποίηση
Νομικά Θέματα

Εισαγγελικός Λόγος (57)

Download the PDF file .

11/11/2000/by Cylia
https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/07/4234234234e.jpg 800 1016 Cylia https://enosieisaggeleon.gr/wp-content/uploads/2021/06/4324.png Cylia2000-11-11 19:09:162000-11-11 19:09:16Εισαγγελικός Λόγος (57)
  • Βράβευση τέκνων συναδέλφων για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση07/10/2025 - 08:35
  • Συνέδριο με θέμα: “ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: ΘΕΜΕΛΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ”19/09/2025 - 16:47
  • ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΟΡΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ 3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 202519/09/2025 - 16:32
  • ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 16/9/202516/09/2025 - 20:46
  • ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ15/09/2025 - 09:56
  • ΚΟΙΝΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ. ΥΠΟΥΡΓΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ06/09/2025 - 12:09
  • Ομιλία συνεδριο Καλαμάτας – Καραχαλιος Νικολαος03/09/2025 - 14:21
  • Μετάταξη Δικαστικών Λειτουργών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων στις Εισαγγελικές Αρχές της Χώρας08/08/2025 - 21:51
  • Ανακοίνωση για υποβολή προς τον Κ. Υπουργό Δικαιοσύνης αιτήματος περί αύξησης οργανικών θέσεων εισαγγελέων01/08/2025 - 14:27
  • Συνάντηση Διοικητικού Συμβουλίου Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος με τoν κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου21/07/2025 - 12:29
  • Ανακοίνωση για επίσκεψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Αίτηση Συμμετοχής25/06/2025 - 14:47

Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος
Πρώην Σχολή Ευελπίδων,
Κτήριο 16 Aθήνα, 10167

info@enosieisaggeleon.gr

Τηλ.: 213 2156254

Η Ένωση

Ιστορικό

Διοικητικό Συμβούλιο

Καταστατικό

Σελίδες

Επίκαιρα Θέματα

Εκδηλώσεις

Εφημερίδα

Ομιλίες / Εισηγήσεις

copyright ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ 2022

Scroll to top
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης. Με τη χρήση της αποδέχεστε αυτόματα την χρήση των cookies. Αποδοχή Περισσότερα
Manage consent

Privacy Overview

This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary
Always Enabled
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. These cookies ensure basic functionalities and security features of the website, anonymously.
CookieDurationDescription
cookielawinfo-checkbox-analytics11 monthsThis cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics".
cookielawinfo-checkbox-functional11 monthsThe cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional".
cookielawinfo-checkbox-necessary11 monthsThis cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary".
cookielawinfo-checkbox-others11 monthsThis cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other.
cookielawinfo-checkbox-performance11 monthsThis cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance".
viewed_cookie_policy11 monthsThe cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data.
Functional
Functional cookies help to perform certain functionalities like sharing the content of the website on social media platforms, collect feedbacks, and other third-party features.
Performance
Performance cookies are used to understand and analyze the key performance indexes of the website which helps in delivering a better user experience for the visitors.
Analytics
Analytical cookies are used to understand how visitors interact with the website. These cookies help provide information on metrics the number of visitors, bounce rate, traffic source, etc.
Advertisement
Advertisement cookies are used to provide visitors with relevant ads and marketing campaigns. These cookies track visitors across websites and collect information to provide customized ads.
Others
Other uncategorized cookies are those that are being analyzed and have not been classified into a category as yet.
SAVE & ACCEPT