Αθήνα, 02/12/2007

Χαιρετισμοί – Προσφωνήσεις επισήμων.

Κυρίες και κύριοι,

Συμπληρώθηκαν ήδη 32 χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Του Συντάγματος της σύγχρονης μεταπολιτευτικής περιόδου. Ενός σπουδαίου, προοδευτικού και ριζοσπαστικού καταστατικού κειμένου, με το οποίο – εκτός των άλλων – συντελέσθηκε η μεγάλη μεταρρύθμιση στον εισαγγελικό θεσμό. Ο εισαγγελέας από μόνιμος κρατικός λειτουργός, από κατ’ ουσίαν εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαιοσύνη, κατέστη ισόβιος δικαστικός λειτουργός, με πλήρη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, όπως ακριβώς και ο δικαστής. Η μεταρρύθμιση αυτή συνεχίσθηκε και εδραιώθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, οπότε θεσπίσθηκε η ουσιαστική συμμετοχή του εισαγγελέα σε όλα τα διοιοκητικά όργανα της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα καθιερώθηκε η πλήρης αυτονόμηση της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Έτσι σήμερα η Εισαγγελία θεσμικά αποτελεί πράγματι δικαστική αρχή απολύτως ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία. Συγχρόνως ο εισαγγελέας κατέστη όχι μόνον απλός εφαρμοστής των νόμων αλλά και ελεγκτής της συμβατότητάς τους με το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και ασφαλώς τις αρχές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Θεμέλιο άλλωστε της νομιμότητας και επομένως του έργου και της αποστολής του Εισαγγελέα, αποτελούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες. Κατά συνέπεια, ο Εισαγγελέας δεν έχει μόνον καθήκον να επιβλέπει και να μεριμνά για την τήρηση της έννομης τάξης και την εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά αποτελεί συγχρόνως τον θεματοφύλακα και εγγυητή των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών.

Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής η Ένωσή μας πριν από δύο χρόνια (με αφορμή την υπ’ αριθμ. 2006/24 οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πλήρη καταγραφή όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του συνόλου των πολιτών αδιακρίτως), με δημόσια ανακοίνωση είχε εκφράσει την ιδιαίτερη ανησυχία για την διαρκώς εντεινόμενη τάση περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών υπό το βάρος της πάταξης της εγκληματικότητας και μάλιστα της τρομοκρατίας. Επισημαίναμε ειδικότερα ότι το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών αποτελεί ύψιστο ατομικό δικαίωμα και η φύλαξή του συνιστά θεμελιώδη υποχρέωση για κάθε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Κατά συνέπεια – καταλήγαμε – η όποια περιστολή του δικαιώματος αυτού θα πρέπει να γίνεται όλως εξαιρετικά, σε απολύτως συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντοτε με τις εγγυήσεις της αρμόδιας δικαστικής αρχής.

Ανάλογη προφανώς είναι η άποψή μας και για το ειδικότερο θέμα της χρήσης των καμερών. Όλοι νομίζω συμφωνούμε ότι η ανεξέλεγκτη και χωρίς περιορισμούς χρήση των καμερών εγκυμονεί εξαιρετικούς κινδύνους ιδιαίτερα εάν το όλο θέμα εξετασθεί με το βλέμμα στο μέλλον. Εκεί ελλοχεύουν οι μεγάλοι κίνδυνοι που προέρχονται από την πιθανότατη επέκταση των μέτρων και ιδίως από την επίδρασή τους στη σκέψη και τη συμπεριφορά των πολιτών. Πράγματι δεν είναι ασφαλώς απίθανο η τοποθέτηση καμερών σε κεντρικούς δημόσιους χώρους να επεκταθεί στις γειτονιές, στους εργασιακούς χώρους και ενδεχομένως – στο απώτατο έστω μέλλον – στα ίδια τα σπίτια μας. Έτσι όμως το ύψιστο ατομικό δικαίωμα του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου ουσιαστικά καταλύεται, ο βασικός πυρήνας της ανθρώπινης ελευθερίας τραυματίζεται καίρια και οδηγούμαστε ευθέως στην κοινωνία του «μεγάλου αδελφού». Συγχρόνως, ορατός είναι και ο κίνδυνος για τη σκέψη και τη συμπεριφορά των πολιτών. Ανεχόμενος αρχικά ο πολίτης την παρακολούθησή του από κάμερες, στη συνέχεια την αποδέχεται και, σε ένα τρίτο στάδιο, εθίζεται στην παρακολούθηση αυτή ως αναγκαίο μέτρο προστασίας και ασφάλειάς του. Πόσο όμως ελεύθερος είναι, αλήθεια ένας τέτοιος πολίτης που επιθυμεί να παρακολουθείται; Πόσο ελεύθερα συμπεριφέρεται και κατά συνέπεια πόσο ελεύθερα σκέπτεται;

Όμως όλοι οι προαναφερθέντες κίνδυνοι από τη μελλοντική μετεξέλιξη του φαινομένου δεν μπορούν να αποκλείσουν αφοριστικά και άνευ άλλου τη λειτουργία των καμερών στις περιπτώσεις που αυτή επιβάλλεται για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απειλούν συγκεκριμένα και άμεσα τη δημόσια ασφάλεια, όπως για παράδειγμα όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι επίκειται κάποιο τρομοκρατικό κτύπημα σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο.

Είναι γεγονός ότι σε ορισμένες ειδικές περπτώσεις η εγκατάσταση και λειτουργία καμερών μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της οργανωμένης εγκληματικότητας, χωρίς τους προαναφερθέντες κινδύνους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εφόσον το μέτρο εφαρμοσθεί όλως εξαιρετικά, σε απολύτως συγκεκριμένες καταστάσεις, για ορισμένο χρονικό διάστημα και πάντοτε υπό τις εγγυήσεις των αρμοδίων δικαστικών αρχών. Αυτοί οι όροι, αυτό το πνεύμα, αυτές οι αρχές χρήσης των καμερών διαπνέουν – κατά την προσωπική μας άποψη – και την πρόσφατη εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από την προσεκτική μελέτη αυτής.

Συναφές ασφαλώς ζήτημα με τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελεί και το θέμα των συνθηκών κράτησης στις φυλακές της χώρας. Ζήτημα το οποίο εμπίπτει στις αρμοδιότητες του εισαγγελέα ως εποπτεύουσας δικαστικής αρχής. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι συνθήκες αυτές κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου, πολιτισμένου και δημοκρατικού κράτους. Ιδιαίτερα σημαντικό και εξεταστέο για την επίλυση του όλου προβλήματος θέμα αποτελεί το γεγονός ότι το 48% των κρατουμένων στις φυλακές είναι αλλοδαποί. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι σημαντική παράμετρος για την επίλυση του όλου προβλήματος αποτελεί η επίτευξη διακρατικών συμφωνιών ώστε οι αλλοδαποί κρατούμενοι να εκτίουν τις ποινές τους στις χώρες από τις οποίες προέρχονται. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι το 10% περίπου των κρατουμένων εκτίουν ποινές φυλάκισης που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές. Οι άνθρωποι αυτοί (1.162 άτομα σήμερα) δεν είναι στις φυλακές για το αδίκημα για το οποίο διέπραξαν αλλά γιατί δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν. Σημειώνεται επίσης ότι οι μισοί περίπου από τους ανθρώπους αυτούς (517 άτομα) εκτίουν ποινές φυλακίσεως μέχρις ενός έτους. Θεωρούμε ότι και η επίλυση του ζητήματος αυτού θα ανακουφίσει σημαντικά τις φυλακές από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων και θα βελτιώσει τις συνθήκες κράτησης, σε συνδυασμό μάλιστα με τη λειτουργία ορισμένων νέων σωφρονιστικών καταστημάτων εντός του επόμενου έτους, όπως ήδη έχει εξαγγελθεί.

Αναφορικά τέλος με το μέτρο της χορήγησης αδειών σε κρατούμενους, θεωρούμε ότι το μέτρο αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο και αναγκαίο μέσο σωφρονισμού και ομαλής κοινωνικής επανένταξης. Κατά συνέπεια το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να διατηρηθεί με ορισμένες ενδεχομένως διαδικαστικές βελτιώσεις. Ωστόσο, για ορισμένες κατηγορίες κρατουμένων, όπως αυτών των οποίων η εγκληματικότητα ανάγεται προδήλως σε ψυχοπαθολογικά αίτια, το μέτρο αυτό θα πρέπει να επανεξετασθεί και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί. Για τις κατηγορίες αυτές θα πρέπει να χορηγούνται άδειες, αφού πρώτα οι κρατούμενοι έχουν υποβληθεί σε ειδικό πρόγραμμα ψυχικής αποκατάστασης και πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη των θεραπόντων ιατρών.

Κυρίες και κύριοι,

Τα τελευταία ιδίως χρόνια ο εισαγγελέας, εκών – άκων, βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Όχι μόνον του κοινωνικού ενδιαφέροντος αλλά – ατυχώς – και του πολιτικού. Αυτό οφείλεται κατά πρώτο λόγο στη μεγάλη, την ευρύτατης έκτασης διαφθορά στο χώρο της δημόσιας διοίκησης αλλά και της εν γένει κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο αυτό άλλωστε – η συγκεκριμένη κοινωνική και οικονομική παρακμιακού χαρακτήρα μάστιγα – άγγιξε και το χώρο μας , το χώρο των δικαστικών λειτουργών, όπως κατέδειξαν τα περιστατικά που αναφάνηκαν τα τελευταία έτη. Εμείς ωστόσο – σε αντίθεση με άλλους χώρους – αναλάβαμε μια γενναία και καθολική προσπάθεια αυτοεξυγείανσης, χωρίς φειδώ και χωρίς ίχνος συντεχνιακής νοοτροπίας. Αναλάβαμε παράλληλα και το μεγάλο κόστος αυτής της προσπάθειας. Το κόστος σε βάρος του κύρους των δικαστικών λειτουργών και του θεσμού της δικαιοσύνης που δημιουργήθηκε από τις ανεπίτρεπτες γενικεύσεις και την εντεύθεν δημιουργία μιας απατηλής εικόνας γενικευμένης διαφθοράς στο χώρο της δικαιοσύνης, που αδικεί κατάφωρα τη μεγάλη πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι με ποιότητα, ήθος και υπέρμετρο κόπο, επιτελούν ευόρκως τα καθήκοντά τους. Τον απόηχο αυτού του κλίματος εισπράττουμε έως τις μέρες μας με πρόσφατο παράδειγμα τις αβασάνιστες και χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία γενικόλογες αιτιάσεις και υπαινιγμούς σε βάρος δικαστικών λειτουργών, με αφορμή τη σοβαρή αντεγκληματική επιχείρηση που συντελείται στην Κρήτη.

Γεγονός λοιπόν είναι ότι εμείς αναλάβαμε μια γενναία προσπάθεια αυτοεξυγείανσης στο χώρο της δικαιοσύνης, η οποία – παρά τις όποιες αδυναμίες, ελλείψεις, ακόμα και υπερβολές – απέδωσε και εξακολουθεί να αποδίδει καρπούς και αποτελέσματα. Ελπίζουμε η προσπάθειά μας αυτή να βρει ανάλογους μιμητές και στους άλλους χώρους των λειτουργιών και υπηρεσιών του κράτους.

Από την πλευρά μας, ως Ένωση, εμμένουμε σταθερά στη θέση μας που σε ανύποπτο χρόνο (Δεκέμβριος 2004) είχαμε διατυπώσει δημοσίως από αυτό εδώ το βήμα και την οποία καταθέσαμε εγγράφως με πλήρη αιτιολογία στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 22/3/2005 με πλήρη αιτιολογία: Αυστηρότατος έλεγχος του πόθεν έσχες όλων των λειτουργών του κράτους και κατάργηση κάθε οικονομικού απορρήτου γι’ αυτούς. Πλήρης και απόλυτη διαφάνεια. Παράλληλα, κάθε περιουσιακό στοιχείο που τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τα νόμιμα έσοδά τους να δημεύεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο εισαγγελέας συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτελεί το γεγονός ότι στις ποινικές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται ή εικάζεται ότι εμπλέκονται και πολιτικά πρόσωπα υπάρχει διπλή, παράλληλη αρμοδιότητα τόσο της βουλής όσο και του εισαγγελέα. Με αυτό τον τρόπο, η ποινική έρευνα του τελευταίου για τα μη πολιτικά πρόσωπα – ειδικά όταν η Βουλή αδρανεί και δεν επιλαμβάνεται έστω προκαταρκτικά – λαμβάνει και πολιτικές διαστάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αναμένεται εάν θα αποφανθεί ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής για την ύπαρξη τυχόν ευθυνών πολιτικών προσώπων, ώστε να αποστείλει σχετικό πόρισμα ή αναφορά στη Βουλή, προκειμένου αυτή να επιληφθεί στη συνέχεια. Έτσι όμως, υποβαθμίζεται ο συγκεκριμένος συνταγματικά κατοχυρωμένος ελεγκτικός ρόλος της Βουλής, ενώ εύλογα ανακύπτει ένα σημαντικό ερώτημα, που συγχρόνως περιέχει και μία λογική και νομική αντίφαση: πόσο εύκολο είναι να αποφανθεί ο εισαγγελέας για ένα ζήτημα για το οποίο εκ προοιμίου δεν έχει αρμοδιότητα. Για ένα ζήτημα για το οποίο δεν δικαιούται να κρίνει και να εκφράσει άποψη. Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα. Και με τον τρόπο αυτό ο εισαγγελέας – παρά την κατά τεκμήριο θέλησή του – βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, καθίσταται αντικείμενο πολιτικής κριτικής, έντονης και σφοδρής σε πολλές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα τη φθορά του κύρους του θεσμού και πρόδηλες δυσμενείς συνέπειες για τη συνολική λειτουργία του κράτους. Με απλά λόγια ο εισαγγελέας εμπλέκεται άκων στο πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν είναι δική μας επιλογή, αλλά μας επιβάλλεται από το δικονομικό και πολιτικό σύστημα. Κατά συνέπεια, όσοι μιλούν για «κράτος δικαστών» εσφαλμένα απευθύνονται σε μας, οι οποίοι σε τελική ανάλυση λειτουργούμε – κατ’ ανάγκη και σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές – εντός του πλαισίου και των περιθωρίων των νόμων που δεν επιλέγουμε εμείς, αλλά τους ψηφίζει η Βουλή των Ελλήνων.

Έτσι ή αλλιώς, ωστόσο, ο εισαγγελέας βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επωμιζόμενος το βάρος εξαιρετικά σοβαρών ζητημάτων και αντίστοιχων ευθυνών. Φράσεις όπως «το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στον εισαγγελέα» ή «το θέμα έχει παραπεμφθεί και εκκρεμεί ενώπιον της δικαιοσύνης» ακούγονται σχεδόν καθημερινά. Όμως, για ποιόν εισαγγελέα μιλάμε; Φαντάζει μέσα από τις φράσεις αυτές ως να πρόκειται για κάποιο υπεράνθρωπο, ο οποίος έχει όλες τις δυνατότητες και τα μέσα να φωτίσει αντικειμενικά, δίκαια και αποτελεσματικά κάθε υπόθεση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Έχει πράγματι αυτές τις αντικειμενικές δυνατότητες και τα σύγχρονα μέσα που απαιτούνται για την ουσιαστική εκπλήρωση των καθηκόντων του; Όλοι γνωρίζουν πως όχι. Και το μόνο ουσιαστικό όπλο που του απομένει είναι το μεράκι, η ευσυνειδησία και η σκληρή δουλειά. Πόσοι αλήθεια από αυτούς που επικαλούνται συχνά τον εισαγγελέα έχουν ενσκύψει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει; Πόσοι από αυτούς που έχουν θεσμική αρμοδιότητα ασχολήθηκαν με αποφασιστικότητα και πραγματική διάθεση επίλυσης των χρόνιων προβλημάτων που έχουν σωρευθεί και ταλανίζουν το θεσμό και τη δικαιοσύνη γενικότερα;

Κυρίες και κύριοι

Κορυφαίο ασφαλώς πρόβλημα – πρωταρχική αδυναμία – στο χώρο της δικαιοσύνης ήταν και παραμένει η βραδύτητα στη διαδικασία απονομής της. Αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός, αποτελεί όχι μόνον αιτία κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών στο θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά και κεφαλαιώδη παράγοντα ανάσχεσης της προόδου και της ανάπτυξης του κράτους στο σύνολό του. Ακόμη και από στενά οικονομική άποψη να θεωρήσει κάποιος το ζήτημα θα καταλήξει στη διαπίστωση αυτή. Η κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της δικαιοσύνης αποτελεί – σύμφωνα και με έγκυρα διεθνή δημοσιεύματα του τύπου – ουσιώδη αποτρεπτικό παράγοντα οικονομικών επενδύσεων στη χώρα. Πράγματι, πώς μπορεί να επενδύσει ένας ξένος επενδυτής στη χώρα μας όταν γνωρίζει ότι ενδεχομένως η όποια δικαστική εμπλοκή μπορεί να τον καταστρέψει κυριολεκτικά. Όχι βεβαίως διότι τελικά δεν θα βρει το δίκιο του. Θα το βρει και με τρόπο ορθότερο απ’ ότι σε πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Θα έχει όμως μεσολαβήσει ενδεχομένως τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, ώστε το δίκιο αυτό να έχει ατονήσει μέχρι σημείου εξάλειψης.

Όμως, ενώ όλοι συμφωνούμε ότι η βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί τη μεγάλη αδυναμία όχι μόνο για τον θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά και για την καθόλη λειτουργία του κράτους, τι κάνουμε για να θεραπεύσουμε την αδυναμία αυτή;

Οι βασικές παράμετροι που συνθέτουν το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα ήταν και παραμένουν σταθερές: Με τον υπάρχοντα αριθμό δικαστικών λειτουργών οι οποίοι, λειτουργούν υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, απαιτείται για τη διεκπεραίωση των ποινικών υποθέσεων, χρόνος που – κατά γενική ομολογία – είναι ανεπίτρεπτα μεγάλος και σχεδόν αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Και βεβαίως για τον λόγο αυτό, σχεδόν κάθε προσφυγή των πολιτών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γίνεται δεκτή και έχει ως αποτέλεσμα την καταδίκη της χώρας μας. Κατά συνέπεια, με βάση τις παραμέτρους που προαναφέρθηκαν, οι λύσεις που υπάρχουν για το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα, είναι σαφείς και συγκεκριμένες. Απαιτείται θεαματική μείωση της ποινικής ύλης, ουσιαστική αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και πλήρης αναβάθμιση των συνθηκών λειτουργίας τους. Κάθε άλλη μέθοδος έχει δοκιμαστεί και έχει αποδειχθεί αλυσιτελής.

Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να υποστηρίξει ότι ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης είναι δυνατόν να μειωθεί εάν οι δικαστικοί λειτουργοί εργασθούν περισσότερο. Όμως, τουλάχιστον καθόσον αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των εισαγγελέων , αυτό έχει προ πολλού καταστεί αδύνατον. Οι συνάδελφοί μας και μάλιστα οι εισαγγελείς του πρώτου βαθμού, έχουν πλέον φθάσει – και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν υπερβεί – τα όρια των αντοχών τους.

Επιτακτικά, επομένως προβάλλει το αίτημα για ευρεία αποποινικοποίηση των ήσσονος απαξίας αδικημάτων και αντικατάσταση, στις περιπτώσεις αυτές, των ποινών από διοικητικές κυρώσεις. Είναι γνωστό ότι στον αριθμό των ποινικών αδικημάτων η χώρα μας διεκδικεί παγκόσμια πρωτιά. Το γεγονός αυτό – που αποτελεί βασική αιτία για τη βραδύτητα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης – έχει την εξήγησή του. Είναι η αδυναμία λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης της χώρας μας. Δεν έχει τη δυνατότητα η διοίκηση αλλά και οι επιμέρους δημόσιοι φορείς να ικανοποιήσουν τις νόμιμες αξιώσεις τους έναντι των παραβατών και για τον λόγο αυτό ανάγουν τις διοικητικές παραβάσεις ή αστικές οφειλές σε ποινικά αδικήματα, ώστε με το φόβο του ποινικού δικαστή και του εισαγγελέα οι πολίτες να συμμορφώνονται. Το φαινόμενο αυτό της πληθώρας των ποινικών αδικημάτων, δεν έχει μόνο ως αποτέλεσμα την εξαιρετική επιβράδυνση των ρυθμών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Επιφέρει και κάτι άλλο επίσης σημαντικό. Μέσα από την πληθώρα των ήσσονος σημασίας αδικημάτων και των αντίστοιχων δικογραφιών, αποδυναμώνεται η δυνατότητα για αποτελεσματική παρέμβαση του εισαγγελέα στα πραγματικά σοβαρά εγκλήματα και έγκαιρη εκδίκασή τους από τα ποινικά δικαστήρια.

Εξίσου επιτακτικά προβάλλει και το αίτημα για ουσιαστική αύξηση του αριθμού των εισαγγελέων και εν γένει δικαστικών λειτουργών. Μια αύξηση που μπορεί και πρέπει να γίνει σταδιακά και με προοπτική πενταετίας τουλάχιστον. Ήδη όμως έχει ανακύψει κατά τα τελευταία έτη ένα άλλο συναφές ζήτημα: Η κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων. Το απόλυτα σωστό μέτρο της παροχής γονικών αδειών στις μητέρες συναδέλφους δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών, με συνέπεια να έχουν δημιουργηθεί μεγάλα κενά που επιτείνουν τις δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας των εισαγγελιών και των δικαστηρίων. Κενά τα οποία το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προσπαθεί να καλύψει με αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών από εισαγγελία σε εισαγγελία ή από δικαστήριο σε δικαστήριο. Εύλογα το πρόβλημα δεν λύνεται με τον τρόπο αυτό αλλά μάλλον ανακυκλώνεται, ενώ παράλληλα επέρχονται δυσμενή αποτελέσματα στην προσωπική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών από τις αιφνιδιαστικές αποσπάσεις. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον μια λελογισμένη αύξηση των θέσεων ειδικά των εισαγγελέων του πρώτου βαθμού – ανάλογη με τον αριθμό των συναδέλφων που τελούν σε μακροχρόνιες άδειες – είναι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει άμεσα.

Θεμελιώδη παράμετρο ιδίως για την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δικαιοσύνης αποτελούν οι συνθήκες υπό τις οποίες απονέμεται, ζήτημα το οποίο συνδέεται κατά κύριο λόγο με τις συνθήκες της λειτουργικής και προσωπικής κατάστασης των εισαγγελέων και δικαστών. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο εισαγγελέας – και γενικότερα ο δικαστικός λειτουργός – πρέπει να έχει εξασφαλίσει όλους τους αναγκαίους όρους για την αξιοπρεπή διαβίωση αυτού και της οικογενείας του, ώστε απερίσπαστος να αφοσιώνεται πλήρως στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το γεγονός αυτό αποτελεί γενικώς αναγνωρισμένη αρχή για κάθε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και έχει καταχωρηθεί στο Σύνταγμα της χώρας μας με ρητή διάταξη, η ορθότητα της οποίας ουδέποτε μέχρι πρόσφατα είχε αμφισβητηθεί. Το συγκεκριμένο αυτονόητο γεγονός αναγνωρίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος που προκάλεσαν αδικαιολόγητες και άδικες αντιδράσεις σε βάρος των δικαστικών λειτουργών και δημιούργησαν αρνητικό κλίμα για το ίδιο το κύρος του θεσμού της δικαιοσύνης. Ήδη το θέμα αυτό διευθετήθηκε συμβιβαστικά μετά από σχετικές συνενοήσεις των δικαστικών ενώσεων και του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν περιορισμού του ύψους των απαιτήσεων που μας επιδικάστηκαν στο ήμισυ περίπου. Ωστόσο, το ζήτημα της ρύθμισης των αποδοχών μας, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, παραμένει ανοικτό και πρέπει να επιλυθεί με τρόπο πάγιο και διαχρονικό, ώστε να αποφεύγεται ο κατά περιόδους ευτελισμός της δικαιοσύνης και των λειτουργών της με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα. Εμείς δηλώνουμε έτοιμοι για την έναρξη του διαλόγου με αντικείμενο την κατάρτιση του νέου ειδικού μισθολογίου, που θα ισχύσει από 1/1/2008, έχοντας ως βάση του διαλόγου αυτού τη σχετική συνταγματική επιταγή και τις αποφάσεις του ειδικού δικαστηρίου.

Ασφαλώς όμως δεν είναι μόνον οι προσωπικοί για τους δικαστικούς λειτουργούς οικονομικοί όροι που συνθέτουν το όλο πρόβλημα των δυσμενών συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Η αναβάθμιση και ο εξωραϊσμός του κτιριακού περιβάλλοντος, καθώς και η εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην καθημερινή τους λειτουργία, αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές παραμέτρους. Η κτιριακή κατάσταση που επικρατεί σε πολλά από τα δικαστικά καταστήματα της περιφέρειας είναι τριτοκοσμική. Πολλές εισαγγελίες στεγάζονται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, δίπλα από οικογένειες , πάνω από καταστήματα, ακόμα και σε κτίρια στην οροφή των οποίων λειτουργούν καφετέριες. Αλλά και στις κεντρικές εισαγγελίες της χώρας η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Για παράδειγμα, το δικαστικό μέγαρο Πειραιά παρουσιάζει επικίνδυνα προβλήματα στατικής αντοχής και παρά τον συνωστισμό εκατοντάδων ανθρώπων καθημερινά στους πολύ στενούς χώρους του κτιρίου, δεν υπάρχει ούτε μια έξοδος κινδύνου. Παράλληλα, στις περισσότερες εισαγγελίες της χώρας, δεν έχουν αξιοποιηθεί στο βαθμό που θα έπρεπε οι δυνατότητες που παρέχουν τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και ο τομέας της πληροφορικής. Για παράδειγμα , είναι αδιανόητο στις μέρες μας να καταρτίζονται κατηγορητήρια χειρόγραφα και να ενσωματώνονται στο βούλευμα επίσης χειρόγραφες οι εισαγγελικές προτάσεις. Αδικαιολόγητο ακόμη είναι να μην υφίσταται ηλεκτρονική διασύνδεση όλων των εισαγγελιών της χώρας για παροχή πληροφοριών και ανταλλαγή στοιχείων, με συνέπεια να απαιτείται για το σκοπό αυτό η χρονοβόρα διαδικασία της κατάρτισης και αποστολής εγγράφων ταχυδρομικώς.

Σημαντικό επίσης θέμα που συνδέεται άμεσα με την αναβάθμιση της λειτουργίας των εισαγγελιών της χώρας, είναι και αυτό της λειτουργίας δικαστικής αστυνομίας. Έχει λησμονηθεί ίσως το γεγονός ότι η ίδρυση της δικαστικής αστυνομίας έχει ήδη προβλεφθεί νομοθετικά με τη διάταξη του άρθρου 36 του Ν. 2145/93. Η λειτουργία της όμως, εξαρτήθηκε από την έκδοση σχετικού Προεδρικού Διατάγματος. Το Προεδρικό αυτό Διάταγμα αναμένουμε εδώ και 13 χρόνια, παρ’ ότι κατά γενική παραδοχή η λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας, θα συμβάλλει ουσιαστικά τόσο στην ποιοτική αναβάθμισης της δικαιοσύνης όσο και στην ταχύτητα της απονομής της.

Είναι γεγονός ότι εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της νέας ηγεσίας του διαφαίνονται ασφαλείς ενδείξεις ειλικρινούς ενδιαφέροντος και αποφασιστικότητας για την επίλυση ορισμένων τουλάχιστον από τα προβλήματα της δικαιοσύνης. Δύο σημαντικά νομοσχέδια, αυτό για την εθελουσία έξοδο των δικαστικών λειτουργών από την υπηρεσία και αυτό για την αναβάθμιση της Εθνικής Σχολής Δικαστών φαίνεται ότι βρίσκονται προ των πυλών της βουλής για κατάθεση. Ειδικά όμως για το πρώτο από τα νομοσχέδια αυτά, υπάρχει εκ μέρους μας μια ουσιώδης ένσταση. Ο περιορισμός των υπό έξοδο δικαστικών λειτουργών όλων των κλάδων της δικαιοσύνης σε ογδόντα (80). Θεωρούμε ότι ο περιορισμός αυτός δεν θα έπρεπε να υπάρχει ή – σε κάθε περίπτωση – ο συγκεκριμένος αριθμός θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερος. Πέρα όμως από τις όποιες προσπάθειες καταβάλλονται από πλευράς Υπουργείου Δικαιοσύνης, απαιτούνται παράλληλα τρία βασικά στοιχεία για την ουσιαστική επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης και την εν γένει ποιοτική της αναβάθμιση.

1. Διάθεση για ριζικές τομές και ρήξεις με τη λήψη ριζοσπαστικών μέτρων καθώς και για αποδοχή του όποιου κόστους υπάρξει από τα μέτρα αυτά. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, ότι η ευρεία αποποινικοποίηση θα περιορίσει σημαντικά τη δικηγορική ύλη. Στην κατάσταση όμως που βρίσκεται σήμερα η δικαιοσύνη απαιτείται ένα είδος επανάστασης, με θάρρος, τόλμη , υπέρβαση των όποιων σκοπιμοτήτων και με ανάληψη του όποιου πολιτικού κόστους. Μέχρι τώρα άλλωστε εμείς αναλαμβάνουμε το κόστος για την κατάσταση που επικρατεί. Σε μας απευθύνει τα ερωτήματά του ο απλός πολίτης αναφορικά με την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσής του, αλλά και με τη μη έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβασή μας στο πρόβλημά του.

2. Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και πρόγραμμα. Μέχρι τώρα όλες οι λύσεις αναζητούνται με χρονικό ορίζοντα ενός ή δύο ετών. Η κατάσταση όμως έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε πράγματι δεν μπορεί να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη. Απαιτείται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός με τελικό χρονικό ορίζοντα πολλών ετών. Εάν τα μέτρα που προτείνουμε σήμερα είχαν ληφθεί δέκα χρόνια πριν, είναι βέβαιο ότι ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων θα είχε μειωθεί στο 1/3 και συγχρόνως το κόστος θα ήταν πολύ μικρότερο. Το ίδιο θα συμβαίνει και μετά από δέκα χρόνια αν δεν ληφθούν σήμερα τα μέτρα αυτά που έπρεπε να είχαν ληφθεί χθες.

3. Είναι προφανές ότι για την υλοποίηση όλων των ενδεδειγμένων μέτρων για την αναβάθμιση της δικαιοσύνης απαιτούνται σημαντικές δημοσιονομικές δαπάνες. Δαπάνες που θα αποτελέσουν αληθείς και προσοδοφόρες επενδύσεις για την πρόοδο και την ανάπτυξη του κράτους στο σύνολό του. Δαπάνες που όχι μόνον δεν θα είναι αντιπαραγωγικές – όπως προείπαμε – αλλά θα επιφέρουν μακροπρόθεσμα πολλαπλάσια οφέλη για την κοινωνική ειρήνη και τον πολιτισμό της χώρας, αλλά και γι’ αυτή καθ’ αυτή την οικονομική της ανάπτυξη.

Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να καλέσω όλους όσοι παρευρίσκονται στην αίθουσα αυτή – ιδιαίτερα τους εκπροσώπους των δύο άλλων λειτουργιών του κράτους – να στρέψουμε τη σκέψη μας και να επικεντρώσουμε την προσοχή μας «στο μέσο έλληνα εισαγγελέα». Στον εισαγγελέα που αθόρυβα αλλά ουσιαστικά εκπληρώνει τα καθήκοντά του. Με κόπο, με αυταπάρνηση , με προσωπικές θυσίες. Στον σκληρά εργαζόμενο και υπό αντίξοες αντικειμενικές συνθήκες εισαγγελέα. Σ’ αυτόν που εισήλθε στον κλάδο με μεράκι, με όνειρα, με φλογερή διάθεση προσφοράς για ένα κόσμο καλύτερο και μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη.

Κυρίες και κύριοι, έχω την αίσθηση ότι αυτό το μεράκι του εισαγγελέα, αυτή η φλόγα για προσφορά και δημιουργία αρχίζει να τρεμοσβήνει υπό το βάρος των αντίξοων συνθηκών λειτουργίας του. Αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

Ας κατοχυρώσουμε πρωταρχικά το αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς που πρέπει να τον διέπει. Ας διασφαλίσουμε στην πράξη την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του. Ας ενισχύσουμε το φρόνημα και το σθένος του. Ας προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε ουσιαστικά την καθημερινή λειτουργία του.

Γιατί αυτός – ο μέσος έλληνας εισαγγελέας – είναι το παρόν και ιδίως το μέλλον της δικαιοσύνης.

Γιατί αυτόν τον εισαγγελέα τον έχουν ανάγκη κυρίως οι μη εύποροι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι κοινωνικά αδικημένοι, οι ευπαθείς εν γένει ομάδες πληθυσμού.

Τον εισαγγελέα αυτόν όμως τον έχει ανάγκη και η κοινωνία στο σύνολό της. Για την εξυγείανση, την πρόοδο και την ανάπτυξή της. Τον έχει ανάγκη η ίδια η δημοκρατία μας και η μελλοντική προοπτική της.

Σας ευχαριστώ πολύ